148
Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο EFSM είναι ένας αμιγώς ενωσιακός μη-
χανισμός, που ενεργοποιείται εντός του ενωσιακού πλαισίου του συντονισμού
και μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρωματικό «εργαλείο» στο σχήμα αυτό. Τί-
θενται έτσι δύο ζητήματα από θεσμικής απόψεως: με δεδομένο ότι οι όροι λει-
τουργίας του εισάγονται με έναν ενωσιακό κανονισμό, δηλαδή με μια πράξη
«σκληρού δικαίου», νομική βάση της οποίας είναι μια διάταξη της Συνθήκης, η
τήρηση των κανόνων του, τόσο από τα ενωσιακά όργανα όσο και από τα κρά-
τη μέλη, θα πρέπει καταρχήν να υπόκειται σε δικαιοδοτικό έλεγχο. Θα ήταν,
για παράδειγμα, δυνατόν να αμφισβητηθεί το κύρος του κανονισμού, είτε με
αίτηση ακυρώσεως κατ’ άρθρον 263 ΣΛΕΕ εντός της προβλεπόμενης δίμηνης
προθεσμίας
402
είτε μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής του
άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ή ακόμα παρεμπιπτόντως, μέσω του ελέγχου του κύρους
των αποφάσεων που θα εκδώσει το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή των διατάξεών
του. Εξάλλου, στην ίδια λογική θα ήταν δυνατή η άσκηση προσφυγής παρα-
βάσεως κατά ενός κράτους μέλους, το οποίο δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που
του έχουν επιβληθεί με την απόφαση του Συμβουλίου περί χορήγησης της ενί-
σχυσης. Υπενθυμίζεται εδώ ότι η άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως απο-
κλείεται ρητώς για όλα σχεδόν τα στάδια της διαδικασίας υπερβολικού ελ-
λείμματος στο πλαίσιο της πτυχής της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πλην του
τελευταίου σταδίου το οποίο επιβάλλει στο κράτος μέλος κυρώσεις σκληρού
τύπου
403
. Εμφανίζεται έτσι δυσαρμονία σε ό,τι αφορά στην ύπαρξη δυνατό-
τητας δικαιοδοτικού ελέγχου, ανάλογα εάν πρόκειται για όρους οικονομικής
πολιτικής που επιβάλλονται με βάση το άρθρο 126 ή τον κανονισμό 407/2010,
αφού στην πρώτη περίπτωση το κράτος δεν θα μπορεί να ελέγχεται για τη
συμμόρφωσή του προς τους όρους αυτούς, ενώ στη δεύτερη ο έλεγχος θα
είναι δυνατός. Η διαφοροποίηση αυτή είναι πάντως αποδεκτή, αν ληφθεί
υπόψη ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο του EFSM είναι το
αντιστάθμισμα για την παροχή της χρηματοδοτικής ενίσχυσης υπό τη μορφή
δανείου ή πίστωσης.
Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τα επίπεδα νομοθετικής δράσης που συνεπάγεται
η χορήγηση της ενίσχυσης προς τα κράτη. Ενώ το άρθρο 122 παρ. 2 παρέχει
απευθείας εξουσιοδότηση προς το Συμβούλιο να χορηγεί την ενίσχυση προτά-
σει της Επιτροπής, ο κανονισμός προσθέτει άλλο ένα επίπεδο, προβλέποντας
402. Πράγματι, κατά του κανονισμού ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως από φυσικό πρό-
σωπο, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ ως απαράδεκτη, καθώς
κρίθηκε ότι ο κανονισμός δεν αφορούσε άμεσα τον προσφεύγοντα, Διάταξη του ΓΔ της
15.06.2011, A κατά Συμβουλίου, Τ-259/10, ECLI:EU:T:2011:274.
403. Βλ. άρθρο 126 παρ. 10 ΣΛΕΕ, αναλυτικά ανωτέρω, Πρώτο Μέρος, ΙΙ, Κεφάλαιο 2β.