ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ
145
καθίσταται σαφές από τις ίδιες τις αιτιολογικές σκέψεις του, οι οποίες περι-
γράφουν αναλυτικά τις περιστάσεις που οδήγησαν στη θέσπισή του. Καταρ-
χάς, διευκρινίζεται ότι οι «έκτακτες περιστάσεις» του άρθρου 122 παρ. 2 ΣΛΕΕ
«μπορεί να οφείλονται σε σοβαρή επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού και
χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος»
(αιτιολ. σκέψη 2). Περιγράφεται δε με τα
πλέον μελανά χρώματα
«η άνευ προηγουμένου παγκόσμια χρηματοπιστωτική
κρίση και η οικονομική κάμψη που ενέσκηψαν παγκοσμίως την τελευταία διε-
τία, … [οι οποίες] έπληξαν σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματο-
οικονομική σταθερότητα και προκάλεσαν ισχυρή επιδείνωση του ελλείμματος
και του χρέους των κρατών μελών»
(αιτιολ. σκέψη 3). Τονίζεται επίσης ότι η
επιδείνωση της κρίσης
«οδήγησε σε σοβαρή χειροτέρευση των όρων δανει-
σμού διαφόρων κρατών μελών της ζώνης του Ευρώ στο σύνολό της»
, η στα-
θερότητα, η ενότητα και η ακεραιότητα της οποίας απειλείται σοβαρά (αιτιολ.
σκέψη 4).
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στις εξής διαπιστώσεις: καταρχάς, η προσέγγιση
αυτή εξειδικεύει το άρθρο 122 παρ. 2 ΣΛΕΕ εισάγοντας σε αυτό μια σφαιρική
λογική. Eνώ η διάταξη του πρωτογενούς δικαίου αναφέρεται σε συγκεκριμέ-
να κράτη που αντιμετωπίζουν έκτακτες περιστάσεις, ο κανονισμός επικαλεί-
ται τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη ζώνη του Ευρώ
394
. Αυτό επιβεβαι-
ώνεται στο άρθρο 1, το οποίο προβλέπει ότι οι όροι και η διαδικασία χορή-
γησης της ενίσχυσης θεσπίζονται
«για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής
σταθερότητας της ΕΕ».
Επίσης, το Συμβούλιο αρκέστηκε στη διαπίστωση της
δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, την οποία απέδωσε στην πρωτοφα-
νή παγκόσμια κρίση, χωρίς να αναζητήσει τυχόν «συντρέχον πταίσμα» των
κρατών που επλήγησαν. Έτσι, δέχθηκε εμμέσως ότι για την ενεργοποίηση της
ρήτρας αυτής αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της συνδρομής των έκτακτων
περιστάσεων και της αδυναμίας του ενδιαφερόμενου κράτους να τις ελέγξει,
χωρίς να απαιτείται περαιτέρω η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κράτους
αυτού. Με άλλα λόγια, ο εν λόγω μηχανισμός δεν εμπλέκεται σε μια πειθαρ-
χική λογική, καθώς στοχεύει στην επίλυση ενός αντικειμενικού προβλήματος
και όχι στην επαναφορά του κράτους στη δημοσιονομική τάξη. Από την άλ-
λη πλευρά, στον κανονισμό υπογραμμίζεται (αιτιολ. σκέψη 7) ότι η ενεργο-
ποίηση του μηχανισμού πρέπει να συνοδεύεται από την επιβολή «αυστηρών
όρων οικονομικής πολιτικής». Η διατύπωση αυτή είναι σαφώς εντονότερη από
394. Βέβαια, όπως ορθά υπογραμμίζει ο K. TUORI, The European financial crisis:
Constitutional aspects and implications, όπ. παρ., σελ. 27, το γεγονός αυτό δεν θέτει νομι-
κό ζήτημα, επειδή ο κανονισμός 407/2010 δεν εξαντλεί τις δυνατότητες ενεργοποίησης του
άρθρου 122 παρ. 2. Θα ήταν έτσι δυνατόν η διάταξη αυτή να χρησιμεύσει ως νομική βάση
και για
ad hoc
μηχανισμούς, οι οποίοι θα εστίαζαν σε συγκεκριμένα κράτη.