Previous Page  35 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 35 / 40 Next Page
Page Background

225

Η γενική θεωρία της αυτοδιοίκησης

πική, ή το γενικό, οπότε είναι γενική. Τοπική υπόθεση υπό την έννοια αυτή είναι κάθε

υπόθεση, η οποία αφορά κυρίως και ειδικώς το σκοπό του τοπικού οργανισμού, δη-

λαδή προάγει κυρίως και ειδικώς την ευημερία του συνόλου των κατοίκων του. Για

την έννοια της τοπικής υπόθεσης είναι αδιάφορη η φύση της και, συγκεκριμένα, το ζή-

τημα, αν αυτή είναι νομική ή υλική πράξη, αν ανήκει στο Δημόσιο ή το Ιδιωτικό Δί-

καιο, αν είναι οικονομικής, τεχνικής, πολιτιστικής ή οποιασδήποτε άλλης φύσης

16

. Επί-

σης δεν αποτελεί στοιχείο της έννοιας της τοπικής υπόθεσης η οικονομική και διοικητι-

κή ικανότητα ενός τοπικού οργανισμού για τη διεκπεραίωσή της. Υπό την αντίθετη εκ-

δοχή, η έκταση του κύκλου ενέργειας των επιμέρους τοπικών οργανισμών θα ήταν δι-

αφορετικός ανάλογα με την οικονομική και διοικητική ικανότητά τους, πράγμα που θα

ήταν απαράδεκτο. Γιατί το κριτήριο διάκρισης μεταξύ τοπικών και γενικών υποθέσεων

πρέπει να είναι ενιαίο και το ίδιο σε όλη την Επικράτεια και, συνεπώς δεν μπορεί να γί-

νει δεκτό ότι μια υπόθεση είναι σ’ έναν τοπικό οργανισμό τοπική και σ’ άλλον γενική.

Υπάρχουν υποθέσεις, η φύση των οποίων ως τοπικών ή γενικών είναι προφανής

και αναμφίβολη. Έτσι, για παράδειγμα, είναι αναμφίβολος ο τοπικός χαρακτήρας

των υποθέσεων, οι οποίες απαριθμούνται από το άρθρ. 75 § Ι υποπαρ. 2 του ελ-

ληνικού Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα

17

, όπως, αντίστροφα, είναι αναμφίβο-

λος ο γενικός χαρακτήρας των υποθέσεων, οι οποίες αφορούν την εθνική άμυνα

και την εξωτερική ασφάλεια της Χώρας. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, στις οποίες

είναι πολύ δύσκολος ο καθορισμός της φύσης μιας υπόθεσης ως τοπικής ή γε-

νικής. Σε περίπτωση αμφιβολίας το τεκμήριο ομιλεί υπέρ της δεύτερης, δηλαδή

υπέρ της «αρμοδιότητας» του κράτους και κατά των τοπικών οργανισμών. Γιατί ο

κύκλος ενέργειας των εν λόγω οργανισμών διέπεται από την αρχή της ειδικότητας

16. Πρβλ. άρθρ. 75 § 1 υποπαρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα της Ελλάδας: «Οι δημο-

τικές και οι κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα

με τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη

και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας».

17. Π.χ. στοιχ. α (τομέας Ανάπτυξης), αριθ. 10 («Η ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση

δημοτικών και κοινοτικών αγορών»), 12 («Η διαχείριση, η αξιοποίηση και η εκμετάλλευ-

ση της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας και η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση

δημοτικών και κοινοτικών κτιρίων»), 13 («Η εκμετάλλευση δημοτικών και κοινοτικών δα-

σών») και 14 («Η διαχείριση και εκμετάλλευση δημοτικών και κοινοτικών καλλιεργητικών

εκτάσεων και βοσκοτόπων και αποκαλυπτόμενων καλλιεργητικών εκτάσεων που τους πα-

ραχωρούνται από το Δημόσιο»)· στοιχ. β (τομέας Περιβάλλοντος) αριθ. 14 («Η καθαριότητα

όλων των κοινόχρηστων χώρων της εδαφικής τους περιφέρειας, η αποκομιδή και διαχείριση

των αποβλήτων, καθώς και η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση συστημάτων αποχέτευ-

σης και βιολογικού καθαρισμού κα η λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την

προστασία των κοινόχρηστων χώρων και ιδιαίτερα των χώρων διάθεσης απορριμμάτων από

εκδήλωση πυρκαγιάς, σύμφωνα με την κείμενη σχετική νομοθεσία»)· και στοιχ. γ΄ (τομέας

Ποιότητας Ζωής και Εύρυθμης Λειτουργίας των Πόλεων και των Οικισμών) αριθ. 1 («Η εξα-

σφάλιση και η διαρκής βελτίωση των τεχνικών και κοινωνικών υποδομών στις πόλεις και

τα χωριά όπως η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση συστημάτων ύδρευσης, αφαλάτω-

σης, τηλεθέρμανσης, έργων ηλεκτροφωτισμού των κοινόχρηστων χώρων, η δημιουργία χώ-

ρων πρασίνου, χώρων αναψυχής, πλατειών και λοιπών υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων»).