ΠΡΟΛΟΓΟΣ
IX
οποία με τη μέθοδο της «κατά παραπομπή νομοθετήσεως» κάποιες διαφορές
ή υποθέσεις εκδικάζονται με τις διατάξεις της «Εκούσιας Δικαιοδοσίας», όπου
ερωτάται, αν οι συγκεκριμένες υποθέσεις που με τον νομοθετικό αυτόν τρόπο
υπάγονται στην Εκούσια Δικαιοδοσία συνιστούν γνήσιες ή μη γνήσιες υποθέ-
σεις της Εκούσιας Δικαιοδοσίας.
Είναι αυτονόητο, ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν έχουν μεγάλο επιστημονι-
κό/δογματικό ενδιαφέρον και αφορούν τόσο τη θεωρία όσο και την πράξη (βλ.
σχετικώς για τα θέματα αυτά αντί πολλών:
Γ.Θ. Ράμμο-Ν.Κ. Κλαμαρή
, Εγχειρί-
διον Αστικού Δικονομικού Δικαίου
2
, Αθήνα, Τόμος ΙΙΙ, Ημίτομος Β΄, Ασφαλιστικά
Μέτρα, Αθήνα, 2010, σελ. 20 επ. και Τόμος IV, Ημίτομος Α, Εκούσια Δικαιοδο-
σία, Αθήνα, 2010, σελ. 6 επ.).
5. Σε ειδική γνωμοδότησή μου, η οποία έχει δημοσιευθεί στην «Επιθεώρηση
Πολιτικής Δικονομίας» (ΕΠολΔ) 2014, σελ. 312 επ., είχα ασχοληθεί ειδικότερα
με το μερικότερο ζήτημα
«Το επιτρεπτό ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου
της αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των ανακοπών που
ασκούνται κατά πρωτοκόλλου που εκδίδεται κατ’ άρθρο 115 του από 11/12 Νο-
εμβρίου 1929 Διατάγματος».
Στο πλαίσιο αυτής της γνωμοδοτήσεώς μου είχα
διατυπώσει τότε τις ακόλουθες σκέψεις ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα:
5.1. «Όταν ο νόμος ορίζει, ότι για λόγους διαδικαστικής ταχύτητας εφαρμό-
ζεται για την εκδίκαση της συγκεκριμένης υποθέσεως ή συγκεκριμένης κατη-
γορίας υποθέσεων η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η ρύθμιση αυτή
δεν σημαίνει αυτόματα και απαραίτητα, ότι οι αντίστοιχες αποφάσεις δεν προ-
σβάλλονται και με ένδικα μέσα, επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
699 ΚΠολΔ “Αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών
μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν
προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά”. Άλ-
λωστε το άρθρο 699 ΚΠολΔ αναφέρεται ρητά και αποκλειστικά μόνο σε “απο-
φάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων” κ.λπ.
Πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση –απόφαση επί ανακοπής που ασκή-
θηκε κατά πρωτοκόλλου που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 115 του ΠΔ
της 11/12.11.1929– δεν
πρόκειται
για απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει αιτή-
σεις ασφαλιστικών μέτρων. Το γεγονός δε, ότι, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2
του άρθρου 3 ΕισΝΚΠολΔ, στη συγκεκριμένη περίπτωση δικάζει το μονομελές
πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, δεν σημαίνει, ού-
τε ότι η συγκεκριμένη ένδικη αίτηση καθίσταται αίτηση για λήψη ασφαλιστι-
κών μέτρων, ούτε ότι η συγκεκριμένη απόφαση καθίσταται απόφαση που δέ-
χεται ή απορρίπτει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με συνέπεια επομένως και η
σχετική απόφαση να μην υπάγεται και στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου
699 ΚΠολΔ. Πέραν τούτου γίνεται γενικά αποδεκτό, και ορθώς, ότι απαγορευ-