Συντομογραφίες
αρχ.
αρχαϊκός όρος
γαλλ.
γαλλικός όρος
γερμ.
γερμανικός όρος
διπλωμ.
διπλωματικός όρος
έκφρ.
έκφραση
ελλ.
ελληνικός όρος
επίθ.
επίθετο
επίρρ.
επίρρημα
ισπ.
ισπανικός όρος
ιστ.
ιστορικός όρος
ιταλ.
ιταλικός όρος
καθομιλ.
όρος της καθομιλουμένης
κ.λπ.
και τα λοιπά
λατ.
λατινικός όρος
λ.χ.
λόγου χάρη
ναυτ.
όρος ναυτικούδικαίου
ουσ.
ουσιαστικό
ουσ. πληθ.
ουσιαστικόπληθυντικούαριθμού
ρ.α.
ρήμααμετάβατο
ρ.μ.
ρήμαμεταβατικό
στρατ.
στρατιωτικός όρος
συν.
συνώνυμο
σύντ.
σύντμηση
sb
somebody
sth
something