Background Image
Previous Page  21 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 21 / 34 Next Page
Page Background

630

revolving credit

right

revolving credit

(ουσ.)

επιστροφική,

ανανεούμενη πίστωση.

revolving credit

line,

ανανεούμενο πιστωτικό όριο.

rev’d

(σύντ.)

reversed,

απόφαση που εξα-

φανίστηκε, ανακλήθηκε, αναιρέθηκε.

reward

(ουσ.)

αμοιβή, ανταμοιβή, απόδο-

ση, χρήματα αμοιβής επικήρυξης εγκλη-

ματία.

rex

(λατ.)

βασιλιάς, βασιλεία, ο εισαγγελέας

ως εκπρόσωπος του βασιλέα σε ποινικές

δίκες στη μοναρχία.

rezone

(ρ.μ.)

(ΗΠΑ) επανακαθορίζω ζώνες

δόμησης, πολεοδομικές ζώνες και χωρο-

ταξία.

rhadamanthine

(επίθ.)

(ΗΠΑ) για δικα-

στή, αυστηρός και μη ευέλικτος.

Rhodian Law

(ουσ.)

ο Κώδικας της Ρόδου

για το ναυτικό δίκαιο, ο Ροδιακός ναυτι-

κός νόμος, ο αρχαιότερος γνωστός κώδι-

κας ναυτικού δικαίου που χρονολογείται

περί το 900 π.Χ. στην νήσο Ρόδο της Ελ-

λάδος.

rialto

(ιταλ.)

κοινή έκφραση για το χρημα-

τιστήριο η άλλο κέντρο οικονομικής δρα-

στηριότητας (από τη γνωστή συνοικία

της Βενετίας, κέντρο εμπορικής δραστη-

ριότητας της πόλης κατά το μεσαίωνα).

Richard Roe

(ουσ.)

(ΗΠΑ) (αναφέρεται

στον εναγόμενο, εφεσίβλητο, κ.λπ.) βλ. λ.

JohnDoe.

RICO

(σύντ.)

(ΗΠΑ)

Racketeer Influenced

and Corrupt Organizations Act,

νόμος

στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση του ορ-

γανωμένου εγκλήματος, ιδίως στον χώρο

του οικονομικού εγκλήματος.

rider

(ουσ.)

προσθήκη, παράρτημα.

rigging

(ουσ.)

ενέργειες με σκοπό τη διό-

γκωση της τιμής χρεογράφου.

right

A.

(επίθ.)

σωστός, δίκαιος. /

B.

(ουσ.)

δικαίωμα.

absolute right,

απόλυτο δι-

καίωμα.

accessory right,

δευτερεύον

δικαίωμα.

accrued right,

σωρευμένο

δικαίωμα.

by right,

αυτοδικαίως.

con-

stitutional rights,

συνταγματικά δικαι-

ώματα.

civil rights,

αστικά δικαιώματα.

declaration of rights,

διακήρυξη των

δικαιωμάτων.

deprivation of rights

(συν.

forfeiture of rights

), στέρηση δικαιωμά-

των.

enjoy my rights,

απολαύω δικαιω-

μάτων.

exercise a right,

ασκώ δικαίωμα.

encroach sb’s rights,

σφετερίζομαι τα

δικαιώματα κάποιου.

inalienable right,

αναφαίρετο δικαίωμα.

inalterable right,

αναλλοίωτο δικαίωμα.

he took the right

decision,

πήρε τη σωστή απόφαση.

incontestable right,

αδιαφιλονίκητο

δικαίωμα.

intangible rights,

άυλα δι-

καιώματα.

joinder of rights,

ομοδικία,

σώρευση δικαιωμάτων.

lawful right,

νόμιμο δικαίωμα.

limitation of right,

πε-

ριορισμός δικαιώματος.

marital rights,

συζυγικά δικαιώματα.

personal rights,

προσωπικά δικαιώματα.

political rights,

πολιτικά δικαιώματα.

preemption right,

δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα προαγο-

ράς.

real rights,

εμπράγματα δικαιώματα.

reserve my rights,

επιφυλάσσομαι των

δικαιωμάτων μου.

right of action / right

in action,

δικαίωμα άσκησης αγωγής,

έννομο συμφέρον, δικαίωμα που απορ-

ρέει από οφειλή, απαίτηση ή από επιδι-

κασθείσα αποζημίωση.

right of dower,

ισόβιο δικαίωμα χήρας στο όλον ή μέρος

της περιουσίας του συζύγου της.

rights

of entry,

δικαίωμα συμμετοχής.

right of

establishment,

δικαίωμα εγκατάστασης.

right of inheritance,

δικαίωμα κληρο-

νομίας.

right of local self-government,

δικαίωμα τοπικής αυτοδιοίκησης.

right

in personam,

ενοχικό δικαίωμα.

right

of possession,

δικαίωμα κατοχής πε-

ριουσίας.

right of property,

δικαίωμα

ιδιοκτησίας.

right of redemption,

δι-