1059
Κ
καταφεύγω
καταχώρηση
ËÁÒÁÆÅÀÇÔ
resort, shelter, fall back.
ËÁÒÁÆÎÐ animosity, virulence.
ËÁÒÆÎÐÁ
blatantly, violently.
ËÁÒÁÆÀÇÉÎ
shelter, refuge, sanctuary.
Τε-
λευταίο καταφύγιο,
ultimum refugium
(λατ.),
last resort (κυριολεκτικά, μεταφορι-
κά, σημαίνει και τελευταίο ένδικο βοήθη-
μα ή μέσο).
ËÁÒÁÖÐÁÑÒ¼Õ
abuser, embezzler, default-
er, defalcator.
Καταχραστής Δημοσίου
(ΚΠΔ 111, 308),
abuser of public (money).
ËÁÒÖÐÈÑÈ
(άρθρο 25. 3 Συντ. , ΑΚ 281,
ΠΚ 71, 151, 187, 196, 218, 239, ΠΚ 304, 323
Α, 338, 340, 342, 347, 351)
abuse, misuse,
embezzlement, defalcation.
Κατάχρηση
σε ασέλγεια,
sexual abuse of incompe-
tents. Βλ. τα λ. που ακολουθούν.
Κατά-
χρηση ναρκωτικών,
drug abuse.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÄÅѾØÎ×ÑÁÕ Ó»ÑÈÕ
(άρ-
θρο 102 ΣΛΕΕ, Ν 703/1977)
abuse of a
dominant position.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÄÈÎѽÎ× ÖмÁÒÎÕ
mis-
use of public money, abuse of public
funds, peculation, embezzlement, de-
frauding regarding publicmoney.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÄÉËÁÉÏÁÒÎÕ
(άρθρο 25. 3
Συντ. , ΑΚ 281, ΕισΝΑΚ 19, ΕΣΔΑ 17)
misuse
of right, abuse of rights.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÅÊÎ×ѽÁÕ
(άρθρο 9 Συντ. , ΠΚ
239, άρθρα 95, 298 ΣΕΚ, αντίστοιχα άρθρα
114, 348 ΣΛΕΕ, άρθρο 48 ΝΔ 170/1973, άρ-
θρο 73 α Καταστατικού Χάρτη Ηνωμένων
Εθνών)
abuse of power, improper use of
power, misuse of powers, abuse of au-
thority.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÓÅÑÎÀ
(ΑΚ 281)
abuse of in-
stitution, misuse of institution, improper
use of institution.
ËÁÒÖÐÈÑÈ ÌÈÐÅÊÎ×ÑɾÒÈÒÁÕ
(ΑΚ 211
επ., ΠΚ 151)
abuse of power of attorney,
abuse of representation power.
ËÁÒÁÖÐÈÑÒÉË ÁÎÌ×»ÍÎÕ ÅÐÇÁؾÅ-
ÍÎÕ
(εργατικό δίκαιο)
unfairly dismissed
employee. re-engagement order, (Αγ-
γλία) απόφαση δικαστηρίου εργατικών
διαφορών για αδίκως απολυμένο εργαζό-
μενο που διατάσσει τον εργοδότη να του
βρει άλλη δουλειά αντίστοιχη της πρώην
δουλειάς του εργαζομένου σε άλλο πό-
στο από το αρχικό (πρβλ.
reinstatement
order,
απόφαση δικαστηρίου εργατικών
διαφορών για αδίκως απολυμένο εργαζό-
μενο που διατάσσει τον εργοδότη να τον
επαναπροσλάβει ακριβώς στη θέση που
εργαζόταν πριν από την απόλυση).
ËÁÒÁÖÐÈÑÒÉ˼ ÁÇÔǼ
(προφανώς αβά-
σιμη) vexatious action / plaint (Αγγλία),
vexatious lawsuit / vexatious suit / plaint
(ΗΠΑ).
ËÁÒÁÖÐÈÑÒÉ˼ ÅËÅÒÌÌÅ×ÑÈ ÄÅѾ-
ØÎ×ÑÁÕ Ó»ÑÈÕ
(άρθρο 102 ΣΛΕΕ)
abuse
of a dominant position. βλ. λ.
Κατάχρηση
δεσπόζουσας θέσης.
ËÁÒÁÖÐÈÑÒÉ˾Õ
improper, abusive.
Κα-
ταχρηστική απόλυση,
unfair dismissal.
Καταχρηστική συμπεριφορά,
abusive
behaviour / conduct.
Καταχρηστικό γέ-
νος,
group in nominal terms.
Γένος που
περιλαμβάνει μικρή ποσότητα ομοει-
δών αντικειμένων,
group including little
/ small quantity of similar objects.
Κατα-
χρηστικός όρος / ρήτρα,
abusive clause.
ËÁÒÁÖÐÏÁÉ
abuse, embezzle, defalcate,
peculate (δημόσιο χρήμα).
ËÁÒÁÖÏÐÈÑÈ
registration, insertion, writ-
ing down, enrollment.
Καταχώρηση
προσωρινή
(άρθρο 16. 4 Ν 2664/1998
Κτηματολογίου), temporary registration
(article 16. 4 Law 2664/1998 of Cadastre).