Background Image
Previous Page  23 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 23 / 34 Next Page
Page Background

632

rightful

robbery

επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χα-

ρακτήρα.

rightful

(επίθ.)

νόμιμος, δικαιωματικός.

rights issue

(ουσ.)

(Αγγλία) μέθοδος αύ-

ξησης μετοχικού κεφαλαίου εταιρείας

από τους μετόχους, τους εταίρους παρά

από το κοινό γενικώς.

rigor juris

(λατ.)

αυστηρότητα δικαίου,

πρβλ.

gratia curiae.

rim

(ουσ.)

περιφέρεια, γύρος, δακτύλιος,

περιστόμιο, πλαίσιο, άκρη.

riot

A.

(ρ.α.)

προκαλώ αναταραχή. /

B.

(ουσ.)

οχλαγωγία, αναταραχή (συν. public

disturbance, unlawful assemblance),

στην Αγγλία πρόκειται για έγκλημα 12 ή

περισσότερων προσώπων με ταυτόχρο-

νη παρουσία τους σε δημόσιο ή ιδιωτικό

χώρο με χρήση παράνομης βίας εκ προ-

θέσεως ή με απειλή παράνομης βίας με

κοινό σκοπό, θα πρέπει να προκαλείται

φόβος στον μέσο συνετό κοινωνικό άν-

θρωπο, αν και δεν απαιτείται να είναι πα-

ρόν άλλο πρόσωπο πλην των δραστών,

τιμωρείται με φυλάκιση έως 10 ετών βά-

σει του νόμου (the Public Order Act 1986),

ενώόταν καταστρέφεται ιδιωτική περιου-

σία ο ιδιώτης έχει δικαίωμα αποζημίωσης

από το κράτος με βάση τον νόμο (the

Riot Damage Act 1886).

there were riots

when the government resigned,

έγιναν

ταραχές όταν παραιτήθηκε η Κυβέρνηση.

the Riot Act,

ο νόμος για τη διατάραξη

της δημόσιας τάξης.

rioter

(ουσ.)

ταραχοποιός, ταραξίας, στα-

σιαστής.

riparian

(επίθ.)

παραποτάμιος.

riparian

rights,

δικαιώματα ιδιοκτητών παραπο-

τάμιων περιοχών.

ripeness

(ουσ.)

(ωριμότητα, σημείο που

ακόμη το δικαστήριο δεν έχει σχηματίσει

πλήρη δικανική πεποίθηση), πρβλ.

moot-

ness doctrine

τα δικαστήρια στις ΗΠΑ δεν

εξετάζουν υποθέσεις που δεν έχουν αντι-

κείμενο, λόγω εξάλειψης της διαφοράς,

justiciability

(βλ. λ.),

standing

(δικαίωμα

παράστασης, ενεργητικής νομιμοποίη-

σης).

ripost

(ουσ.)

διαξιφισμός, εύστοχη απά-

ντηση.

risk

(ουσ.)

διακινδύνευση, κίνδυνος.

ab-

sorbable risk,

απορροφούμενος κίν-

δυνος.

against all risks,

ασφάλεια κατά

παντός κινδύνου.

credit risk,

πιστωτικός

κίνδυνος.

incur the risk,

αναδέχομαι τον

κίνδυνο.

insurable risk,

ασφαλιστικός

κίνδυνος.

obvious risk,

προφανής κίν-

δυνος.

risk-adjustment discount rate,

προεξοφλητικό επιτόκιο αντισταθμιστι-

κό των εγγενών κινδύνων των προεξο-

φλούμενων τίτλων.

risk of loss,

κίνδυνος

απώλειας.

risk management,

διαχείριση

κινδύνων.

risk propensity,

τάση για ανά-

ληψη κινδύνων.

risk rating,

ταξινόμηση

κινδύνων.

risk yield,

η παραπάνω από-

δοση μιας επένδυσης που είναι αναγκαία

προκειμένου αυτή να καλύψει εγγενείς

κινδύνους.

systemic risk,

συστημικός κίν-

δυνος.

take the risk of,

διακινδυνεύω να.

ritual

(ουσ.)

το τυπικό, το τελετουργικό.

road

(ουσ.)

οδός.

road accident,

τροχαίο

δυστύχημα.

road block,

οδοφράγματα.

road haulier,

επιχείρηση οδικών μεταφο-

ρών.

public road,

εθνική οδός.

rob

(ρ.μ.)

ληστεύω, κλέβω.

the bank was

robbed yesterday,

λήστεψαν την τράπε-

ζα χθες.

robbery

(ουσ.)

ληστεία, κλοπή.

they are

accused of armed robbery,

κατηγορού-

νται για ένοπλη ληστεία.

armed robbery,

ένοπλη ληστεία.

organised or armed

robbery,

οργανωμένη ή ένοπλη ληστεία.