Background Image
Previous Page  24 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 24 / 34 Next Page
Page Background

633

R

rogatory

rubric

rogatory

(επίθ.)

αιτητικός.

rogatory let-

ter,

επιστολή με αίτημα προς αλλοδαπό

δικαστήριο για συλλογή αποδείξεων για

συγκεκριμένο πρόσωπο.

rogatory note,

υπηρεσιακό σημείωμα μεταξύ δικαστών.

rogue

(ουσ.)

απατεώνας, κακοποιός, πα-

λιάνθρωπος.

roll

(ουσ.)

κατάλογος, δικαστικό πινάκιο.

judgment roll,

βιβλίο έκδοσης αποφά-

σεων.

pay roll,

μισθολόγιο, κατάσταση μι-

σθοδοσίας.

strike off the rolls,

διαγράφω

δικηγόρο από τα μητρώα του συλλόγου.

rolling over,

ανανέωση δανείου από τρά-

πεζα.

roll over credit,

κυλιόμενη, ανακυ-

κλούμενη πίστωση.

rolled-up plea,

(Αγ-

γλία) μορφή άμυνας (βλ. λ.

fair comment

)

σε αγωγή δυσφήμησης ότι οι δηλώσεις

για τις οποίες παραπονείται ο ενάγων

ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα

και αποτελούν δίκαιο σχολιασμό σε υπό-

θεση δημοσίου συμφέροντος.

roly-poly bond

(ουσ.)

μεσοπρόθεσμη ή

μακροπρόθεσμη ομολογία με ανανεού-

μενο τοκομερίδιο ανά τρία χρόνια.

Romalpa clause

(ουσ.)

(Αγγλία) συμβατι-

κή ρήτρα παρακράτησης κυριότητας κι-

νητών πραγμάτων μέχρι να εξοφληθούν

(βλ. και λ.

retention of title

).

roman law

(ουσ.)

ρωμαϊκό δίκαιο.

root of descent

(ουσ.)

κληρονόμος κατά

ρίζες.

root of title

(ουσ.)

σειρά τίτλων ακινήτου,

έγγραφο που περιέχει την πλήρη σειρά

των τίτλων κτήσης κυριότητας ακινήτου

για τουλάχιστον 15 έτη πριν.

roster

(ουσ.)

κατάλογος με ονόματα, κατά-

σταση, πίνακας ονομάτων.

rotation

(ουσ.)

μετάθεση, μετάταξη υπαλ-

λήλου από το ένα στο άλλο.

in rotation,

διαδοχικώς, κατ’ επανάληψη, κατ’ εξακο-

λούθηση, ομαδικώς, κατ’ανακύκλωση.

round off

(ρ.μ.)

στρογγυλοποιώ.

roundabout production

(ουσ.)

έμμε-

ση ή κυκλική παραγωγή (προϊόντων που

χρησιμεύουν ως βάση για την παραγωγή

άλλων προϊόντων).

rout

(ουσ.)

παλαιότερο ποινικό αδίκημα

διατάραξης δημόσιας τάξης που προσο-

μοίαζε με το

riot

, βλ. λ.

row

(ουσ.)

φιλονικία, ρήξη.

have a row

with sb,

καυγαδίζωμε κάποιον.

royal assent

(ουσ.)

βασιλική συγκατάθε-

ση, στην Αγγλία η έγκριση νόμου από τη

βασίλισσα, νομοσχεδίου (bill) που γίνεται

νόμος της Βουλής (Act of Parliament) βά-

σει του royal prerogative.

royal prerogative

(ουσ.)

τα ειδικά δικαι-

ώματα, οι ειδικές εξουσίες και οι ειδικές

αρμοδιότητες του Στέμματος στην Αγ-

γλία.

royal proclamation

(ουσ.)

επίσημο έγ-

γραφο ανακοίνωσης που εκδίδει το Στέμ-

μα στην Αγγλία κατά την άσκηση ορισμέ-

νων εξουσιών του royal prerogative όπως

το άνοιγμα και το κλείσιμο της Βουλής, η

κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανά-

γκης (emergency) κ.λπ.

Royal Republic

Βασιλευομένη Δημοκρα-

τία.

royalty

(ουσ.)

1.

βασιλεία.

2.

δικαίωμα

εκμετάλλευσης.

royalties,

συγγραφικά

δικαιώματα, δικαιώματα πνευματικής

ιδιοκτησίας.

royalties for the use of kno-

whow,

καταβολή χρημάτων για τη χρήση

της τεχνογνωσίας τρίτου.

rubber check

(ουσ.)

ακάλυπτη επιταγή,

«μαϊμού».

rubric

(ουσ.)

τίτλος νόμου, κεφαλίδα, λεζά-

ντα, συνήθως με κόκκινο μελάνι, κατηγο-

ρία, είδος, (

rubric of civil law,

κατηγορία

του αστικού δικαίου), επεξηγηματική ση-