20
Ευθύνη από επενδυτικές συμβουλές - ιδίως η ιδιότητα του επενδυτή ως καταναλωτή
στική επίκληση από τον αιτούμενο προστασία, η δυνατότητα τελολογικής συ-
στολής του γενικού ορισμού του καταναλωτή
μπορεί να
αρνηθεί την ιδιότητα
αυτή σε μια ολόκληρη κατηγορία συναλλασσομένων και συναλλαγών,
η οποία
εμφανίζει αξιολογική αναντιστοιχία προς τον σκοπό της προστατευτικής διάτα-
ξης
21
. Η δεύτερη αυτή δυνατότητα, λοιπόν, εφόσον πράγματι τα επιχειρήματα
που τη στηρίζουν είναι
γενικεύσιμα σε κάθε παρόμοια πλοκή πραγματικών δε-
δομένω
ν, έχει χαρακτήρα τακτικού -και όχι εξαιρετικού- μέσου διόρθωσης, διε-
νεργείται δε αυτεπαγγέλτως και όχι μόνο κατόπιν ενστάσεως, προάγοντας έτσι
τη νομολογιακή ομοιομορφία και την ασφάλεια του δικαίου.
Μεταφέροντας τις διαγνώσεις αυτές στο ζήτημα που μας ενδιαφέρει εν προκειμέ-
νω, αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι
αν υπάρχει κάποια ή κάποιες κατηγορίες
επενδυτών και επενδύσεων που, από τη φύση τους, εμφανίζουν μικρότερες ανά-
γκες προστασίας, τέτοιες που να παύουν να ανταποκρίνονται αξιολογικά στον ει-
δικό προστατευτικό σκοπό του άρθρου 8 Ν 2251/1994
. Αρωγός στην αναζήτη-
ση αυτή έρχεται το ειδικό δίκαιο της κεφαλαιαγοράς, στο οποίο η διαφοροποίη-
ση των αναγκών παροχής προστασίας στους επενδυτές, με τη θέσπιση ειδικών
κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ απέναντί τους, αποτυπώνε-
ται στη διάκριση των επενδυτών σε «
ιδιώτες
» και «
επαγγελματίες
» επενδυτές
22
,
η οποία εισάγεται στο άρθρο 19 της Οδηγίας 2004/39 (Μifid I) και τα αντίστοιχα
άρθρα 6-7 του Ν 3606/2007, διατηρείται δε αναλλοίωτη και στην Οδηγία 2014/65
(Μifid IΙ) που θα ισχύσει από 3.1.2017. Έτσι, ως προς τις υποχρεώσεις αξιολό-
γησης, πληροφόρησης και προειδοποίησης των επενδυτών για τους κινδύνους
στους οποίους εκτίθενται, καθιερώνονται
δύο επίπεδα προστασίας
, ένα αυστηρό
με έντονη προστασία για τους
ιδιώτες
επενδυτές και ένα πολύ ηπιότερο για την
παροχή υπηρεσιών των ΕΠΕΥ προς
επαγγελματίες
επενδυτές
23
.
Προσοχή, όμως: Η διάκριση μεταξύ «επαγγελματία» και «ιδιώτη» στο δίκαιο
της κεφαλαιαγοράς δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη διάκριση που καθιερώνει ο
στενός ορισμός του καταναλωτή στα άρθρα 3, 4-4θ και 9 επ. Ν 2251/1994, ορί-
ζοντας ως καταναλωτή το φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για κάλυψη ιδιωτικών
αναγκών του. Αντιθέτως, το άρθρο 2 παρ. 7-8 Ν 3606/2007 καθώς και οι αντί-
στοιχες διατάξεις των Οδηγιών Μifid απομακρύνονται από τα τυπικό κριτήριο
του είδους της καλυπτόμενης ανάγκης, ιδιωτικής ή επαγγελματικής, και νομο-
θετούν ουσιαστικά κριτήρια
24
. Συγκεκριμένα ορίζουν ως επαγγελματία επενδυ-
τή (professional client) εκείνον, ο οποίος «
διαθέτει την πείρα, τις γνώσεις και
21. Για τα όρια απόδοσης των μεθόδων αυτών στο συγκεκριμένο ζήτημα, βλ.
Δέλλιο,
Προ-
στασία Ι (2005), σ. 110-117 και σ. 48 (σημ. 149).
Σταθόπουλο,
ΧρΙΔ 2010, 497 (499).
Πελλένη-Παπαγεωργίου,
ΧρηΔικ 2009, 224 (233).
Χριστοπούλου,
ΔΕΕ 2009, 703/4.
την
Ίδια,
ΧρΙΔ 2006, 767.
Μπεχλιβάνη,
ΧρΙΔ 2006, 952.
Δωρή
, ΝοΒ 2004, 729 (748 επ.).
22. Βλ.
Αυγητίδη,
σε Αλεξανδρίδου (επιμ.) ΔΠρΚατ² (2016), σ. 879 επ. αρ. 39-63.
23. Βλ. σχετ.
Αυγητίδη,
ό.π., σ. 889 αρ. 65-67.
24. Βλ.
Αυγητίδη,
ό.π., σ.888/9 αρ. 64.