Previous Page  38 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 38 / 40 Next Page
Page Background

§ ΙΔ. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

89

ήδη καταστραφεί). Τέτοιες ωστόσο λεπτές αποκλίσεις από το αξιόποινο δεν είναι ση-

μαντικές, αφού απλώς αφορούν κραυγαλέα φρονηματικό άδικο και δεν διορθώνουν

τη σύγκρουση με την αρχή nullum crimen ιδιαίτερα της «άγραφης» συνωμοσίας

150

.

Μόλις που πρέπει, τέλος, να υπομνησθούν οι αυταπόδεικτοι κίνδυνοι για το ίδιο το

κράτος δικαίου, που η κατασκευή εγκυμονεί, καθώς αυτή μπορεί, ιδίως σε περιό-

δους κοινωνικο-πολιτικών κρίσεων, να εργαλειοποιηθεί πολιτικά από τους κρατού-

ντες με την εκμετάλλευση φοβιών και της «δημόσιας αγανάκτησης», όπως συνέβη

π.χ. στις ΗΠΑ επί μακαρθισμού ή μετά τα γεγονότα της «11

ης

Σεπτεμβρίου»

151

.

ΙΔ. 8. 1. 7. Οι εγκληματικές οργανώσεις

Διαφορετική από τη συνωμοτική ευθύνη (και από τη συμμετοχή εν γένει) είναι αυ-

τή που στηρίζεται στη συμμετοχή σε

εγκληματικές οργανώσεις

σύμφωνα με τα

άρ-

θρα 63

Α

και 63Β ΠΚ

152

.

Δεν πρόκειται εδώ για κάποια οντολογική μορφή του οργα-

νωμένου εγκλήματος, όπως αυτή που περιέχεται στη

Σύμβαση του Παλέρμο του ΟΗΕ

για το οργανωμένο διεθνικό έγκλημα

του 2000, στην οποία υφέρπει η αντίληψη περί

οργανωμένου εγκλήματος ως ενός όχι προσωποπαγώς, αλλά πραγματοπαγώς δομη-

μένου συστήματος, προσανατολισμένου αποκλειστικά στον προσπορισμό (συνήθως

μεγάλου) παράνομου περιουσιακού ή άλλου υλικού οφέλους και η οποία, χωρίς να

αναπαράγει οπωσδήποτε τη μορφολογία του «εγκληματικού συνδικάτου» βορειοα-

150. Το δικαιοπολιτικό έλλειμμα της άγραφου κοινοδικαίου συνωμοσίας επισημαίνει ιδίως η

Loveless 2008: 680, που αναφέρεται κριτικά και στις δικαιοκρατικά ανυπόφορες

R v Bunn

(1872) και

Kamara v DPP

(1974), όπου ένα διευρυμένο αξιόποινο χρησίμευσε για τη ποινι-

κοποίηση της άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων. Βλ. κατά της συνωμοτικής μορφής ευθύνης

ως διεύρυνσης του αξιόποινου στα προστάδια της απόπειρας και τιμώρησης του φρονήματος

(απλώς) περισσοτέρων και Abbate 1974: passim. Για τους λόγους ποινικοποίησης της συνω-

μοσίας, βλ. και Dennis 1977: passim. Μια επισκόπηση του δικαίου και της εφαρμογής του νό-

μου περί συνωμοσίας στις ΗΠΑ, βλ. passim σε Selz 1977. Βλ. για τα στοιχεία της συνωμοσίας

και το δικαιοκρατικά επισφαλές της κατασκευής και Cahill 2014: 528-31. Βλ. ακόμη τους προ-

βληματισμούς των Herring 2008: 834-40, Ormerod 2008: 436-7.

151. Siesseger 2004: passim (και δη 1190-1218). Η συγγραφέας αναφέρεται συναφώς και στην πε-

ριβόητη υπόθεση

Dennis v US

(1951) ως συμπτώματος τέτοιας εργαλειοποίησης. Τις δογματι-

κές και δικαιοπολιτικές περιπλοκές της συνωμοσίας ως μορφής ευθύνης, βλ. και σε Ashworth

2009: 448-57.

152. Το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης ρύθμισης στο Κυπριακό ποινι-

κό δίκαιο πέραν του ΠΚ. Κατ’ αρχήν, σωρεία ειδικών ποινικών νόμων προνοεί για συγκε-

κριμένες μορφές του, όπως η εμπορία ανθρώπων

(Ν 60(Ι)/2014)

ή για συμπεριφορές που

το συνοδεύουν σχεδόν πάντοτε, όπως η συγκάλυψη παράνομων εσόδων

(Ν 188(Ι)/2007)

.

Δικονομικές ρυθμίσεις που το αφορούν είναι πρόνοιες για την αστυνομική διείσδυση, όπως

η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας

(Ν 92(Ι)/1996)

ή οι νομολογιακές διαπλάσεις σχε-

τικά με την

παγίδευση

(βλ. κατωτέρω υπό ΙΔ. 8. 2. 3). Παράλληλα, στην έννομη τάξη της

Δημοκρατίας ενσωματώθηκαν επίσης, εκτός από τη Διεθνή Σύμβαση του Παλέρμο για το ορ-

γανωμένο διεθνικό έγκλημα

(Ν 11(ΙΙΙ)/2003)

, τα διεθνή αντιτρομοκρατικά νομικά μέσα

110(Ι)/2010)

και η Απόφαση-Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης

(Ν 133(Ι)/2004)

,

που όχι μεν αποκλειστικά, αλλά πάντως κατά κύριο λόγο, στο οργανωμένο έγκλημα και στο

«ξέπλυμα» αναφέρεται. Για τη διάκριση συμμετοχικού αδίκου και συμμετοχής σε εγκληματι-

κή οργάνωση, βλ. π.χ. και Παύλου 1998(γ): 1270-1.