Previous Page  35 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 35 / 40 Next Page
Page Background

Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο - Ειδικές Εμφανίσεις του Εγκλήματος

86

φόνο, αν πέθαινε το θύμα!), δεν είναι συνωμότες σε κλοπή όσοι δεν έχουν σκοπό ιδι-

οποίησης. Από εδώ φαίνεται η ανάγκη εξισορρόπησης του ελλείποντος αντικειμενι-

κού αδίκου της συνωμοσίας ως κόλουρου εγκλήματος μέσω της απαίτησης διακεκρι-

μένων υποκειμενικών υποστάσεων

142

.

ΙΔ. 8. 1. 6. β. Είδη

Η συνωμοσία είναι

δύο ειδών:

(1) θετικού-γραπτού δικαίου

(“statutory conspira-

cy”), όταν αφορά έγκλημα (έτσι

τα άρθρα 371, 372 ΠΚ

) και περιέχει όλα τα στοιχεία

που είπαμε (βλ. ανωτέρω υπό ΙΔ. 8. 1. 6. α)

143

και

(

2) «κοινοδικαίου»

(“common law conspiracy”), όταν δεν αφορά σε έγκλημα, περι-

έχει δηλαδή όλα τα ανωτέρω στοιχεία εκτός από αυτό, συνεπώς δεν είναι καθεαυτήν

παράνομη, αλλά ο νόμος την θεσπίζει ως έγκλημα (έτσι το

άρθρο 373 ΠΚ

). Στην κοινο-

δικαιική παράδοση πρόκειται στη

δεύτερη

αυτή περίπτωση για δύο υποκατηγορίες.

(2α).

Κατ’ αρχήν πρόκειται για τη

συνωμοσία προς εξαπάτηση για βλάβη κυρίως της

περιουσίας άλλου προσώπου, δευτερευόντως δε και αγαθών της προσωπικότητάς

του, όπως η υπόληψη

(“conspiracy to defraud”). Δεν απαιτείται οπωσδήποτε εξαπά-

τηση, ούτε σκοπός τέλεσης από κάποιον από τους συνωμότες, η πράξη μπορεί δηλα-

δή να σχεδιάζεται να τελεστεί από τρίτο. Μόνη η θέση σε κίνδυνο της ξένης περιου-

σίας αρκεί, ώστε απόπειρες δικαστικής συσταλτικής διάπλασης του αδικήματος να

μην έχουν έρεισμα

144

. Ανάλογα, η mens rea δεν απαιτείται να εμπεριέχει σκοπό βλά-

142. Herring 2008: 803-8, Allen 2009: 287-91, Ormerod 2008: 413-6, Card 2008: 579-88 και τις

(και εκεί αναφερόμενες)

R v Taylor

(2001),

R v Broad

(1997),

R v Siracusa

(1989),

Courtie

(1984), ως προς το αντικείμενο της mens rea των συνωμοτών αφ’ ενός και τις

Yip Chiu-

Cheung v R

(1995) και

R v Edwards

(1991), ως προς την απαίτηση να θέλει ο συνωμότης την

τέλεση του συμφωνηθέντος εγκλήματος αφ’ ετέρου. Πρβλ. πάντως και την μειοψηφήσα-

σα γνώμη της Βαρώνης Hale στην

Saik

(2006) υπέρ της κατάφασης συνωμοσίας επί δόλου

υπό αίρεση, όπως και την μη απαίτηση θέλησης τέλεσης για να καταφαθεί συνωμοσία στην

R v Anderson

(1986), θέσεις που αμφότερες ο Card απορρίπτει (ό.π.π.: 583-5). Τη «σκοτει-

νή» άποψη του Λόρδου Bridge στην

R v Anderson

, ότι πάντως ο συνωμότης πρέπει (αλλά

και αρκεί) να επιθυμεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου

(‘intended to play some part in the agreed course of conduct’), θέτει επίσης υπό κριτική ο

συγγραφέας (ό.π.π.: 586-7). Βλ. συνολικά για τις προϋποθέσεις της θετικού δικαίου συνωμο-

σίας και Loveless 2008: 681-8, Dobson 2002: 41-2.

143. Για τη συνωμοσία των

άρθρων 371-372 ΠΚ

και τα στοιχεία της, βλ. και ΑΔ,

Γενικός

Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Χαράλαμπου Δημοσθένους κ. ά.

(1993) 2 ΑΑΔ 88,

Gani v

Δημοκρατίας

(1991) 2 ΑΑΔ 134, στην οποία διευκρινίζεται, ότι η διάκριση συμπληρωμένης

συνωμοσίας και μη αξιόποινων «διαπραγματεύσεων» κρίνεται από τις περιστάσεις, ότι ειδι-

κότερα συνεννόηση για διακίνηση ναρκωτικών χωρίς ορισμό ουσιών και τιμής δεν εμποδίζει

την θεώρηση της συμφωνίας ως ολοκληρωμένης, εκτός αν προκύπτει ότι κάτι μη συμφωνη-

θέν επέχει θέση ουσιώδους «αίρεσης» για τη συμφωνία (ό.π.π.: 142-6), καθώς και ότι ο διαρ-

κής χαρακτήρας της συνωμοσίας συνεπάγεται εφαρμογή του

άρθρου 5 ΠΚ

κατ’ αποκλεισμό

του

άρθρου 6 ΠΚ

, αν η συνωμοσία ήταν διασυνοριακή και συμπεριλάμβανε και το κυπριακό

έδαφος (ό.π.π.: 147-9). Βλ. ακόμη την ΑΔ,

Τσίκκου v Δημοκρατίας

(1989) 2 ΑΑΔ 305.

144. Card 2008: 596-7. Βλ. και τις εκεί σχολιαζόμενες

Scott v Metropolitan Police Commissioner

(1975),

R v Hollinshead

(1985),

A-G’s Reference (No 1/1982)

(1983). Πρβλ. την κριτική του