Previous Page  36 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 36 / 40 Next Page
Page Background

§ ΙΔ. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

87

βης της θιγόμενης περιουσίας. Η εν γνώσει διακινδύνευσή της με σκοπό το περιου-

σιακό όφελος αρκεί. Με την κοινοδικαιική συνωμοσία κορυφώνεται η στήριξη του

αξιοποίνου στο υποκειμενικό άδικο, πράγμα που ήδη στην θετικού-γραπτού δικαί-

ου συνωμοσία εκδηλώνεται με την δομική σε αυτήν ασάφεια διάκρισης μεταξύ actus

reus και mens rea. Έτι περαιτέρω, η αναδρομή και στο στοιχείο της «ανεντιμότητας»

(‘dishonesty’) που ήδη επισκιάζει φρονηματικά την κλοπή στην παράδοση του κοι-

νοδικαίου, καθιστά το αδίκημα δύσκολα συμβατό με την αρχή nullum crimen

145

.

Περαιτέρω, η συνωμοσία προς εξαπάτηση έχει ευρύτατο περιεχόμενο και δεν συναρ-

τάται μόνο προς τον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής βλάβης. Το αδίκημα συντελεί-

ται π.χ. και με την «εξαπάτηση» υπό την έννοια της πρόκλησης πλάνης ή χειραγώγη-

σης ξένης βούλησης για την απόκτηση μη περιουσιακά αποτιμητού οφέλους (π.χ. με

την υφαρπαγή μιας άδειας που χειραγωγηθείς υπάλληλος εκδίδει ή με την δι’ εξα-

πατήσεως αθέμιτη πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες)

146

. Τα πράγματα περιπλέ-

κονται μάλιστα χειρότερα αν σκεφθεί κανείς ότι η συρροή μεταξύ συνωμοσίας προς

εξαπάτηση και θετικού-γραπτού δικαίου συνωμοσίας για τέλεση απάτης (όπου συνυ-

πάρχει το ενδεχόμενο τέλεσης εγκλήματος) κρίνεται μεν κατ’ αρχήν ως φαινομένη (η

κοινοδικαιική συνωμοσία είναι γενικότερη και επικουρική), ωστόσο τα κριτήρια ορ-

θής λύσης της συρροής δεν είναι πάντοτε ακριβή

147

.

(2β).

Κατά δεύτερον, πρόκειται για συνωμοσία προς προσβολή των ηθών, π.χ. προς

δημοσίευση ροζ αγγελιών κλπ. Αυτή η μορφή ευθύνης

δεν απαντά

στην Κύπρο. Στο

βρετανικό κοινοδίκαιο η προσβολή αποδίδεται κατά παράδοση είτε ως «διαφθορά

των δημοσίων ηθών» (‘conspiracy to corrupt public morals’) είτε ως «βάναυση προ-

σβολή της δημοσίας αιδούς» (‘conspiracy to outrage public decency’). Στην

Shaw v

DPP

(1962) επρόκειτο για τη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων ιερόδουλων, ενώ

στην

Knuller v DPP

(1973) για διαφήμιση ομοφυλοφιλικών πράξεων μεταξύ συναι-

νούντων ενηλίκων σε ιδιωτικό χώρο (μετά την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφι-

λίας). Και στις δύο περιπτώσεις η καταδίκη εχώρησε κατά πλειοψηφία. Η προσβο-

λή της αιδούς, συνιστάμενη σε πράξη άσεμνη ή «αηδή» σε χώρο ενδεχόμενης πρό-

σβασης τρίτων, δυνάμενη να τελεστεί και χωρίς να έχει θεαθεί από κάποιον ή και χω-

ρίς να έχει οχληθεί όποιος την είδε in concreto, συνιστά πλέον αδίκημα του θετικού

νόμου στη Βρετανία, ώστε η σχετική συνωμοσία να είναι τελικά θετικού-γραπτού δι-

καίου. Αντίθετα, η συνωμοσία για διαφθορά των ηθών δεν είναι σίγουρο ότι έπαυσε

να υπάρχει ως συνωμοσία κοινού δικαίου. Η τήρηση της αρχής nullum crimen είναι

πάντως εδώ απολύτως αμφίβολη και το όποιο αντικειμενικό άδικο υπάρχει πρέπει

να αναζητηθεί μόνο βάσει της αρχής της προσβολής και όχι βέβαια βάσει της αρχής

συγγραφέα (ό.π.π.: 597) στην συσταλτικά ερμηνεύουσα την συνωμοσία προς εξαπάτηση

Zemmel and Melik

(1985).

145. Card 2008: 573, 597-9, όπου και αναφορά στις

Wai Yu-Tsang v R

(1991),

R v Allsop

(1976) και

την κλασική αυθεντία περί «ανεντιμότητας», την

R v Ghosh

(1982).

146. Βλ.

Welham v DPP

(1961) και επ’ αυτής Card 2008: 598-9.

147. Card 2008: 600-1, Loveless 2008: 688-90. Για τη συνωμοσία προς εξαπάτηση, βλ. και Herring

2008: 809-12, Allen 2009: 293-7, Ormerod 2008: 419-29, Dobson 2002: 42-3.