Previous Page  47 / 52 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 47 / 52 Next Page
Page Background

ΕΦΕΣΗ

[13]

Γ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ / Γ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ / Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

447

βόλου πρέπει να κινείται σε λογικά πλαίσια ούτως ώστε να μην τίθενται φραγμοί στο

δικαίωμα δικαστικής προστασίας των ενδιαφερομένων.

Όσον αφορά το αναλογικό παράβολο, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετι-

κές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που κρίνουν για τη συνταγματικότη-

τά του ή μη α) Με την ΣτΕ 647/04 Ολ.

[ΕΔΚΑ ΜΣΤ’, 346 = ΔΦΝ 58,814 = ΔιΔικ 16,899 =

ΕΔΔΔ 48,581 = Αρμ 58,766 = ΔΕΕ 10,821 = ΕλλΔνη 45,1155 = ΕΕΝ 2006,174, ΣτΕ 2067/05

ΔΦΝ 60,667 με σχόλιο Α. Πρέζα = ΔιΔικ 19,351, Ολ. ΣτΕ 3470/07 ΔΦΝ 62,345 = ΝοΒ 56,441 =

ΔΕΕ 14,632 = ΤοΣ 2008,254]

κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη υποχρέωση καταβολής ανα-

λογικού ποσού παραβόλου, ανερχόμενου 5% του ποσού του προστίμου που όρισε η

εκκαλούμενη απόφαση σε δίκες με αντικείμενο την επιβολή χρηματικής κύρωσης για

παράβαση του φορολογικού νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως αντικεί-

μενη στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που καθιερώνει το άρθρο

20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την

επίτευξη του πιο πάνω σκοπού που συνάπτεται με την εύρυθμη λειτουργία της δικαι-

οσύνης, την αποτροπή δηλαδή της ασκήσεως προπετών ένδικων μέσων. Η επίτευξη

του σκοπού αυτού προϋποθέτει τον καθορισμό του παραβόλου σε τέτοιο ύψος, ώ-

στε η σχετική οικονομική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο

της υποθέσεως, προκειμένου να λειτουργεί πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκη-

ση της έφεσης, η οποία δεν θα έχει πιθανότητα ευδοκίμησης. Ωστόσο, δεδομένου ότι

στο νόμο δεν καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου, σε υποθέσεις με με-

γάλο χρηματικό αντικείμενο, η σχετική οικονομική επιβάρυνση μπορεί να ανέλθει σε

ιδιαιτέρως υψηλό ποσό. Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή το ύψος του παραβόλου

υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο (οροφή), το οποίο θα έπρεπε να καθορίζεται από το νο-

μοθέτη, βάσει των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών συνθηκών, ο περιορισμός του

δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, τον οποίο συνεπάγεται η θέσπιση υπο-

χρεώσεως καταβολής παραβόλου για την άσκηση εφέσεως, καθίσταται δυσανάλογος

σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεδομένου, μάλιστα, ότι προβλέπεται η από-

δοση του παραβόλου μόνο σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης, και όχι σε κάθε περί-

πτωση κατά την οποία, σύμφωνα με σχετική δικαστική κρίση, η ασκηθείσα έφεση δεν

υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη. Εξάλλου, η δυνατότητα απαλλαγής του

διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του παρα-

βόλου, λόγω ένδειας, δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι εγγυή-

σεις για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την

επίμαχη ρύθμιση θίγονται τα δικαιώματα του μη ενδεούς διαδίκου, ο οποίος υφίστα-

ται μία δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου η έφεση του να κριθεί πα-

ραδεκτή. Η ως άνω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με το άρθρο

20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η δυνατότητα άσκησης έφεσης συναρτά-

ται με την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος. Και ναι μεν ο δεύτερος βαθμός

δικαιοδοσίας δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά, σε περίπτωση όμως που προβλέπε-

ται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού για

την άσκησή της, δεν πρέπει να είναι δυσαναλόγως αυστηρές σε σχέση με τον επιδι-