
10
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ
(άρθρο 49), η αποφυγή των διακρίσεων και η ίση μεταχείριση, η διαφάνεια, η ανα-
λογικότητα και η αμοιβαία αναγνώριση
14
,
15
.
8. Σημασία της εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου
Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου (της Συνθήκης και των Οδηγιών), στις διαδι-
κασίες ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων, είναι πολλαπλά σημαντι-
κή: κατά τη νομολογία (τόσο του ευρωπαϊκού όσο και των εθνικών δικαστηρίων)
το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών (τόσο
του Συντάγματος, όσο και της κοινής νομοθεσίας), παρότι δεν υφίσταται τέτοιος ρη-
τός κανόνας στο δίκαιο της Ε.Ε., δοθέντος ότι η υπεροχή του αποτελεί απόρροια της
βούλησης των κρατών που απαρτίζουν την Ένωση να ενωθούν και όλοι οι κανόνες
ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του αν υπηρετούν ή ακυρώνουν το σκοπό της ευρω-
παϊκής ενοποίησης
16
.
14. Βλέπετε
C-507/03
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας, κατά την οποία εναπόκει-
ται στις υπηρεσίες της Επιτροπής να αποδείξουν
(σε περίπτωση σχετικής καταγγελίας) ότι κάποια σύμ-
βαση παρουσίαζε, για μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της
οικείας αναθέτουσας αρχής, βέβαιο ενδιαφέρον και ότι η επιχείρηση αυτή, καθόσον δεν είχε πρό-
σβαση στις κατάλληλες πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, δεν ήταν σε θέση να
εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για τη σύμβαση αυτή (σκέψη 32).
15. Περαιτέρω, κατά την
Ανακοίνωση
(παρ. 1.3), εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να αποφασίσει αν
μια διαδικασία ανάθεσης σύμβασης ενδέχεται να ενδιαφέρει τους οικονομικούς φορείς που εδρεύ-
ουν σε άλλα κράτη – μέλη, η δε σχετική απόφαση πρέπει να στηρίζεται στην αξιολόγηση των περι-
στάσεων και των χαρακτηριστικών της σύμβασης, όπως το αντικείμενό της, η εκτιμώμενη αξία της,
τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τομέα (μέγεθος - δομή αγοράς, εμπορικές πρακτικές κ.ά.) και η γε-
ωγραφική θέση του τόπου εκτέλεσής της. Αν η αναθέτουσα αρχή από την αξιολόγηση αυτή καταλή-
ξει ότι η σύμβαση παρουσιάζει ενδιαφέρον για την εσωτερική αγορά, πρέπει να την αναθέσει με τους
κανόνες που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα δε οφείλει: α) Να δημοσιοποιήσει την
διαδικασία με δημοσίευση προκήρυξης και με κατάλληλα μέσα, αναλόγως της σημασίας της σύμβα-
σης (διαδίκτυο – ιστοσελίδα της αναθέτουσας αρχής, δικτυακές πύλες διαγωνισμών-, εθνικός τύπος,
τοπικά μέσα δημοσίευσης, ΕΕΕΕ/TED), και β) να τηρήσει διαδικασία ανάθεσης αμερόληπτη (αποφυ-
γή διακριτικής περιγραφής του αντικειμένου της σύμβασης με εισαγωγή φωτογραφικών όρων, ίση
πρόσβαση για τους υποψηφίους από άλλα κράτη μέλη, αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων, πιστο-
ποιητικών και άλλων τίτλων, κατάλληλες προθεσμίες υποβολής προσφορών, διαφανής και αντικει-
μενική προσέγγιση).
16. Σημαντικοί σταθμοί αυτής της νομολογίας είναι η απόφαση
C-6/64 (Costa/ENEL)
, με την οποία κρίθη-
κε ότι το κοινοτικό δίκαιο υπερέχει απέναντι σε μεταγενέστερους της θέσπισής του κανόνες του εσω-
τερικού δικαίου. Εν συνεχεία με την απόφαση
C-11/70 (Internationale Handelsgesellshaft)
κρίθη-
κε ότι το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει και των συνταγμάτων των κρατών μελών και περαιτέρω με την
απόφαση C-104/86 (Επιτροπή κατά Ιταλίας) κρίθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει και έναντι
των προγενέστερων κανόνων του εθνικού δικαίου. Συναφής και η απόφαση
C-106/77 (Simmenthal
II)
, με την οποία κρίθηκε ότι ο εθνικός δικαστής έχει υποχρέωση να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοι-
νοτικού δικαίου και να φροντίζει για την πλήρη ενέργεια των κανόνων αυτών, αφήνοντας ανεφάρ-
μοστες διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο. Επίσης και η
απόφαση
C-103/1988 (Fratelli Costanzo SpA)
, με την οποία κρίθηκε ότι τα διοικητικά όργανα, αλλά