Previous Page  33 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 33 / 40 Next Page
Page Background

Κ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

573

Η ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

2.2 Η έννοια της «νομικής» διαφοράς

Στο Άρθρο 36 (2) ΚατΔΔ αναφέρεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη στο Καταστατικό

έχουν το δικαίωμα να αποδεχθούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως υποχρεωτι-

κή «επί κάθε

νομικής

διαφοράς που αφορά» (α) την ερμηνεία διεθνούς συνθήκης, (β)

οποιοδήποτε ζήτημα διεθνούς δικαίου, (γ) την ύπαρξη γεγονότος το οποίο εάν βεβαι-

ωθεί θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως και (δ) τη φύση και την έκτα-

ση της επανόρθωσης που οφείλεται εξαιτίας της παραβίασης διεθνούς υποχρεώσεως».

Η αναφορά σε

νομική

διαφορά φαίνεται να υπονοεί, πρώτον, ότι μόνον αυτές είναι επι-

δεκτικές δικαστικού διακανονισμού και, δεύτερον, ότι υφίστανται διαφορές οι οποίες

δεν είναι επιδεκτικές δικαστικού διακανονισμού. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την δι-

ατήρηση στο κείμενο του Καταστατικού της διάκρισης μεταξύ «νομικών» και «πολιτι-

κών» διαφορών, η οποία εισήχθη από τα κράτη κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι-

ώνα με αφορμή την άνοδο της διαιτησίας ως μεθόδου επίλυσης των διακρατικών δια-

φορών

27

. Σύμφωνα με την εν λόγω διάκριση ορισμένες κατηγορίες διαφορών, κυρί-

ως αυτές που αφορούσαν ζωτικά συμφέροντα των κρατών, ήταν εξ ορισμού ανεπίδε-

κτες επίλυσης από ένα τρίτο μέρος. Η εν λόγω διάκριση έγινε αντικείμενο σφοδρής κρι-

τικής από σημαντικό μέρος της θεωρίας από την περίοδο του Μεσοπολέμου και έπει-

τα. Ο

H. Lauterpacht

, ένας εκ των επιφανέστερων επικριτών της, εξέφρασε την άποψη

ότι «… όλες οι διαφορές στη σφαίρα της διεθνούς πολιτικής είναι δυνατόν να αναχθούν

σε διαφορές νομικής φύσης …»

28

. Η πρακτική των κρατών φαίνεται να εξακολουθεί να

αποδέχεται την διάκριση μεταξύ «νομικών» και «πολιτικών» διαφορών και η επίκλησή

της γίνεται είτε ρητά είτε έμμεσα προβάλλοντας το επιχείρημα περί επιλογής μεταξύ δι-

αφορετικών μεθόδων επίλυσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε σε καμία περί-

πτωση να επιλύσει μια διαφορά διότι αυτή ήταν «πολιτική» και ως τέτοια μη επιδεκτι-

κή δικαστικού διακανονισμού. Στην

Υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ (Προδικαστικές

Ενστάσεις)

οι ΗΠΑ πρόβαλαν έναν αριθμό ενστάσεων κατά του παραδεκτού της προ-

σφυγής σύμφωνα με τις οποίες το Δικαστήριο δεν αποτελούσε το κατάλληλο forum για

να επιλυθεί μία διαφορά αντικείμενο της οποίας ήταν ένοπλη σύρραξη σε εξέλιξη και

επίκληση του δικαιώματος άμυνας. Αντίθετα, μία τέτοια διαφορά θα έπρεπε να υπο-

βληθεί προς επίλυση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ. Το Δικαστήριο απέρριψε τις εν-

στάσεις των ΗΠΑ κατά του παραδεκτού και έκρινε ότι (το Δικαστήριο) ήταν δυνατόν να

λειτουργεί παράλληλα με το Συμβούλιο Ασφαλείας, ότι το δικαίωμα άμυνας, ως «δικαί-

δίκαιο και την Σύμβαση για τη Μη-Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (1968) συναντούσε τη σαφή

αντίθεση του ενάγοντος κράτους (Νήσοι Μάρσαλ). Το Δικαστήριο κατέληξε στην Απόφασή του

με ψήφους 9 προς 7 (Νήσοι Μάρσαλ κατά Ινδίας, Νήσοι Μάρσαλ κατά Πακιστάν) και 8 προς 8

με την καθοριστική ψήφο του Προέδρου (Νήσοι Μάρσαλ κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Η πλέον

πειστική αντίκρουση της θέσης που υιοθέτησε το Δικαστήριο βρίσκεται στη διιστάμενη γνώμη

του Δικαστή James Crawford και στις τρεις υποθέσεις.

27.

Lauterpacht

1933, 26-42.

28. Ibid, 164.

1114