8
Εισαγωγή
Κ. Οικονόμου
και αναδικάσεως της ουσίας της διαφοράς, συνδέεται η θεσπιζόμενη στο
άρθρ. 535 παρ. 1 εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Αντικείμενο
εξαφανίσεως και αναδικάσεως, κατόπιν διακρατήσεως, δύναται να απο-
τελέσει μόνον ό,τι μεταβιβάσθηκε στον δεύτερο βαθμό.
Κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως, που δεν μεταβιβάσθηκαν με κύ-
ριο ή πρόσθετο λόγο εφέσεως στον δεύτερο βαθμό, δεν δύνανται να ερευ-
νηθούν ούτε από το εφετείο, όταν μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης
κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω διερεύνηση. Αλλιώς θα υπήρχε προ-
σβολή του δεδικασμένου της αποφάσεως ως προς τα κεφάλαια εκείνα, τα
οποία λόγω μη μεταβιβάσεώς τους στον δεύτερο βαθμό, τελεσίδικησαν.
28
V. Ζητήματα του μεταβιβαστικού αποτελέσματος
της εφέσεως μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης
Α. Επί απορρίψεως της αγωγής για τυπικό λόγο ή
ως μη νόμιμης
Όταν η αγωγή απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό
για τυπικό λόγο
, δηλα-
δή ως αόριστη (άρθρ. 216 παρ. 1) ή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δια-
δικαστικής προϋποθέσεως ή λόγω συνδρομής διαδικαστικού κωλύματος
(άρθρ. 263), ο εκκαλών-ενάγων ζητεί με την έφεσή του από το δευτερο-
βάθμιο δικαστήριο όχι μόνο τη διαπίστωση του σφάλματος της εκκαλου-
μένης ως προς τη διαγνωσθείσα έλλειψη του δικονομικού αντικειμένου
της δίκης, αλλά συγχρόνως και την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν αποφάσε-
ως επί της ουσίας της διαφοράς. Το ίδιο ισχύει, αντίστοιχα, και όταν εκκα-
λεί την απόφαση ο εναγόμενος, όπως έχει έννομο συμφέρον, μη αρκούμε-
νος στην απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο και επιδιώκοντας τη δη-
μιουργία ουσιαστικού δεδικασμένου υπέρ αυτού. Σε αμφότερες τις περι-
πτώσεις μεταβιβάζεται στον δεύτερο βαθμό όχι μόνο το δικονομικό αντι-
κείμενο της δίκης – και ειδικότερα το στοιχείο εκείνο, η έλλειψη του οποί-
ου οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής – αλλά και η ουσία της διαφο-
ράς ως προς το σύνολο της αγωγής, ακόμη και αν ο λόγος εφέσεως αφορά
αποκλειστικά το σφάλμα της εκκαλουμένης επί του δικονομικού ζητήμα-
τος. Επομένως, η εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά την εξα-
φάνιση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, καλύπτει το συνολικό αντικείμενο
της διαφοράς, δικονομικό και ουσιαστικό.
Το ίδιο ισχύει, όταν
ο ενάγων
εκκαλεί την πρωτόδικη απόφαση, επειδή
απέρριψε την αγωγή του ως
νόμω αβάσιμη
. Και στην περίπτωση αυτή,
όπου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εισήλθε στην εξέταση της ουσίας της
διαφοράς, αλλά περιορίσθηκε στον έλεγχο της νομικής βασιμότητας της
28.
Αρβανιτάκης Π.
, ό.π., σελ. 64.
16
17
18




