Previous Page  11 / 38 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 11 / 38 Next Page
Page Background

10

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

σης (βλ. σχετ.

Μπαλή

, Εμπράγματον Δίκαιο παρ. 30 —

Γεωργιάδη-Σταθόπουλου

,

ΑστΚωδ άρθρο 947 αρ. 14). Επίσης πράγματα αποτελούν τα αξιόγραφα (βλ.

ΠΠρΑθ 9450/1966 ΝΔ 22, 387) και όχι, η ομάδα πραγμάτων (περισσότερα ομοειδή

αυθύπαρκτα πράγματα) ή τα δικαιώματα και οι απαιτήσεις ή το ανθρώπινο πτώ-

μα, που αποτελεί υπόλειμμα της προσωπικότητας του αποβιώσαντος ή πράγμα

extra commercium, που αποκλείει την περιαγωγή του στην κυριότητα των κλη-

ρονόμων (βλ.

Κ. Βαβούσκο

, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 11). Στη διάταξη όμως του

άρθρου 183 ΚΠΔ, που ρυθμίζει την αναγκαιότητα και τη φύση της πραγματογνω-

μοσύνης, αναφέρεται ότι «αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή

τέχνης για να γίνει

ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος

, οι ανακρι-

τικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου

διαδίκου ή του εισαγγελέα να

διατάξουν πραγματογνωμοσύνη

». Ο ποινικός δι-

κονομικός νόμος –αλλά και κατά το άρθρο 368 ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας,

«το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν

κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές

γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» και στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου αναφέρε-

ται ότι «το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κά-

ποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης»,

όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν 3994/2001 –ανα-

φέρονται αδιάστικτα σε

πραγματογνώμονες

. Είναι ευκρινές όμως, από την απλή

παράθεση των ενλόγω νομοθετικών κειμένων, ότι η συμβολή των πραγματογνω-

μόνων έγκειται ή αξιώνεται να εκδηλωθεί μέσω και μόνον, με την «ακριβή διά-

γνωση και κρίση κάποιου γεγονότος». Ομολογουμένως,

γεγονός

δύναται να επι-

συμβεί από πράγμα λ.χ. σεισμό, κατάπτωση γέφυρας, πολυκατοικίας, πλημμυρί-

δα, υποχώρηση εδάφους, σύγκρουση αυτοκινήτων, τρένων, αεροσκαφών κ.ά.,

οπότε συντάσσεται σχετικά, τεχνική ή μηχανική πραγματογνωμοσύνη, σύστα-

ση ναρκωτικών ουσιών, οπότε διεξάγεται χημική πραγματογνωμοσύνη, νεκρο-

ψία – νεκροτομή πτώματος, οπότε διενεργείται ιατροδικαστική πραγματογνωμο-

σύνη κ.ά. Σε αυτές και σε άλλες συγγενείς περιπτώσεις, μπορεί να γίνει παραδε-

κτά λόγος για κατ’ ακριβολογία

πραγματογνωμοσύνη

. Ωστόσο, γεγονός προέρ-

χεται και από τη ζώσα και δρώσα ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία επ’ ουδενί υπάγε-

ται στην έννοια του πράγματος και γι’ αυτό, μόνον ως ανεκτική σημειολογική πα-

ραδήλωση ή ως ορολογική κατάχρηση, δύναται να υιοθετηθεί στη νομική -τουλά-

χιστον- γλώσσα, ο προκείμενος όρος. Για την περίπτωση αυτή –άστοχης νοηματι-

κής απόδοσης– ο συμβατά αποδεκτός όρος, κατά αυστηρή αντιστοίχηση σημαίνο-

ντος-σημαινομένου, είναι

η γνωμοδότηση ειδικών

, προδήλως επί ανθρωπίνων

γεγονότων. Εκτιμώ, πως αυτός ο όρος συνιστά δόκιμη εννοιολογική περιγραφή

και συνεπή νομική περιαφή του οριζόμενου. Δύναται να στεγάζει μάλιστα και παν

γεγονός προερχόμενο από τη λειτουργία ενός ή περισσοτέρων κατ’ ουσίαν πραγ-

μάτων. Σε μία de lege ferenda προοπτική, ο αρμόδιος νομοθέτης οφείλει να επα-

νεξετάσει τον όρο, να συζητήσει διεξοδικά την παρατεθείσα ορολογική μεταβολή

και ευρύτερα, να εγκύψει με την απαιτούμενη φρόνηση στη γλωσσική ανάπλαση

όλου του δικονομικού νομοθετικού κειμένου, όπου πολλές φορές «πεζοδρομεί»

με φράσεις καθημερινότητας «λ.χ. να πάρει …

κ.λπ.

», που δεν κοσμούν και κυρί-