Previous Page  12 / 38 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 12 / 38 Next Page
Page Background

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

11

ως, δεν καταστρώνουν ένα εννοιολογικό στερέωμα, όπως λ.χ. πριν από τη δημο-

τική μεταγλώττιση, το κείμενο του Ποινικού Κώδικα. Δεν είναι μόνον θέμα καλαι-

σθησίας ή σημειολογικής αισθητικής, αλλά προεχόντως ζήτημα αποτύπωσης, με-

θοδολογίας και ερμηνείας του δικαίου.

2.

Ένα συναφές πρόβλημα αφορά στη φύση της (επικρατήσασας ονομαστικώς)

πραγματογνωμοσύνης. Εν πρώτοις, η συστηματική της ένταξη στο Δεύτερο Βι-

βλίο του ΚΠΔ, περί αποδείξεων και ιδίως, στο τρίτο κεφάλαιο, είναι και κατά νο-

ηματική ακολουθία ορθή. Πράγματι, η

πραγματογνωμοσύνη

μόνον ως

αποδει-

κτικό μέσο

(άρθρο 178 ΚΠΔ), δύναται να γίνει κατανοητή και να ορθοτομεί δικο-

νομικώς. Το μέσο αυτό όμως, δεν μπορεί να είναι ιδιόμορφο, ιδιαίτερο, ιδιόρρυθ-

μο, σύνθετο

κ.λπ.

Πρώτον, διότι και άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως λ.χ. η αυτο-

ψία, οι ενδείξεις, τα έγγραφα, ακόμη και –κατά τη Δικαστική Ψυχολογία– οι μάρ-

τυρες κ.ά., εμφανίζουν αναπότρεπτα συνθετότητα ή ιδιαιτερότητα ή υπονόμευση

και εκφυλισμό της αξιοπιστίας τους ή ιδιορρυθμία κ.ά. Αυτό που ως άλλοι δημοσι-

ογράφοι –δηλ. αναπαραγωγοί και μάλιστα, ανεύθυνα– ορισμένοι αποκαλούν την

ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, ως δήθεν καθαυτό –δηλ. γνήσιο και όχι νοθευ-

μένο– αποδεικτικό μέσο – από πουθενά δεν προκύπτει. Όπως είναι γνωστό, η ψυ-

χιατρική πραγματογνωμοσύνη –προφανώς φροϋδικής και όχι μόνον υπόκρουσης–

προηγήθηκε στο χρόνο, επειδή καθυστερούσε η επιστημονική εξέλιξη λ.χ. ανάλυ-

ση του DNA ή δεν ήταν έτοιμη ή δυστροπούσε ή πάντως δεν επιθυμούσε η επιστη-

μονική κοινότητα ή ακόμη –με όρους επιστημολογικούς, κατά

Kuhn

– η κρίση παρα-

δείγματος, με πλειάδα υποδειγμάτων, δεν επέτρεπε σε κάποιο από αυτά, να κα-

ταστεί παράδειγμα, δηλ. δεσπόζον αποδεικτικό μέσο. Τα επίθετα που αναφέρθη-

καν –όπως λ.χ. ιδιόμορφο κ.ά.– δεν σημαίνουν οπωσδήποτε ένα alliud quid, ήτοι

δεν επιθετικοποιούν –δεν νοηματοδοτούν– την πραγματογνωμοσύνη, αλλ’ απλώς

διαπιστώνουν εκείνο που εν τοις πράγμασι είναι, όπως επίσης και άλλα αποδει-

κτικά μέσα, εφόσον ακραιφνή ή μονοδιάστατα τέτοια, υπάρχουν μόνο στη φα-

ντασία. Για να είναι έγκυρο και αξιόπιστο κάποιο από τα ενδεικτικώς αναφερό-

μενα –τουλάχιστον στον ΚΠΔ– αποδεικτικά μέσα, θα πρέπει εν πρώτοις να ενα-

σκηθεί, και το λειτουργικό του αποτέλεσμα είναι εκείνο που θα προσδώσει το αι-

τούμενο κύρος του. Αυτό όμως, δεν αφορά –δεν πρέπει να αφορά– τον δικονομι-

κό νομοθέτη, στα πλαίσια της ορθής και δίκαιης νομοθετικής πολιτικής, συμβατής

με το υπερεθνικό και συνταγματικό θεσμικό κεκτημένο. Πάντως, σε μία ουαλντι-

κή de profundis εξομολόγηση, οφείλω να επισημάνω ότι η μόνη αναγκαία πραγ-

ματογνωμοσύνη στην ποινική δίκη είναι η

εγκληματολογική

. Μάλιστα, η διαταγή

διεξαγωγής της οφείλει να είναι

παρούσα, μόνιμη, διαρκής και καθ’ ολοκληρί-

αν,

μετατρέποντάς την –εφόσον υιοθετηθεί νομοθετικά– σε υποχρεωτική και ανα-

γκαστική. Στην ποινική δίκη δικάζονται πρόσωπα και το dossier de personalité

μόνον

νομικός εγκληματολόγος

μπορεί να συντάξει. Τούτο δε, όχι μόνο για την

εξατομίκευση –ενδεχομένως- της ποινικής κύρωσης, κατόπιν δικαστικής απαγγε-

λίας της ενοχής του κατηγορουμένου, αλλά καθ’ όλη τη διαδρομή της ποινικής δι-

αδικασίας, από το πρώιμο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, έως και την επα-

νάληψη –αν χρειαστεί– της διαδικασίας αυτής, χωρίς να αφιστάμεθα των προγνω-

στικών κρίσεων και γνωμών του νομικού εγκληματολόγου. Βεβαίως, κάθε επι-