Previous Page  49 / 58 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 49 / 58 Next Page
Page Background

Η ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

623

δικογραφίας στον ανακριτή, επειδή διαφορετικά σωστά γίνεται δεκτό

21

πως προκα-

λείται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 αρ. 1δ΄.

Πάντως η ως άνω πρακτική φαίνεται να γίνεται δεκτή και από την Α.Π. 8/2002

σε Ολομέλεια

22

, σύμφωνα με την οποία «προϋπόθεση της κατ’ εξαίρεση περατώ-

σεως της ανακρίσεως χωρίς την λήψη πραγματικής απολογίας του κατηγορουμέ-

νου τίθεται η έστω και σιωπηρά εκτίμηση του ανακριτή ότι δεν προέκυψαν σο-

βαρές ενδείξεις ενοχής, διότι σε αντίθετη περίπτωση η λήψη της απολογίας του

κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική».

Ωστόσο εδώ ανέκυψε το ζήτημα, αν το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που

διατάσσει περαιτέρω κύρια ανάκριση για τη λήψη της απολογίας του κατηγορου-

μένου που δεν είχε ληφθεί από τον ανακριτή (προφανώς επειδή κρίθηκε πως δεν

ανακύπτουν υπόνοιες ενοχής) επιτρέπεται να περιλαμβάνει αιτιολογία σύμφωνα

με την οποία από την αναλυτική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι

υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εναντίον του, αφού με αυτήν την αιτιολο-

γία εμφιλοχωρεί άμεση ή έστω έμμεση πρόκριση ενοχής του χωρίς να έχει προ-

ηγηθεί η απολογία του και έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα υπεράσπισής του και

πλήττεται το τεκμήριο της αθωότητας του. Στο ζήτημα αυτό η ανωτέρω απόφαση

8/2002 της Ολομέλειας του Α.Π. απαντά αρνητικά (κατά πλειοψηφία) δεχόμενη ότι

δεν θίγεται στην περίπτωση αυτή ο πυρήνας του δικαιώματος υπεράσπισης ενό-

ψει του ότι: Έχοντας το δικαστικό συμβούλιο ιδία εξουσία να καταλήξει σε αντί-

θετη εκτίμηση του υλικού της ανακρίσεως από εκείνη του ανακριτή, αλλά και την

υποχρέωση εκ του νόμου (άρθρα 138 παρ. 1β και 139 ΚΠΔ) να αιτιολογήσει την

κρίση του, δεν κωλύεται όταν διατάσσει περαιτέρω ανάκριση να εκτιμήσει έστω

και αν αυτό δεν απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 309 περ. δ΄ και 312, ότι

προέκυψαν από το μέχρι τούδε αποδεικτικό υλικό επαρκείς ενδείξεις (υπόνοιες)

ενοχής και επιβάλλεται η αντίκρουσή τους με ουσιαστική απολογία του κατηγο-

ρουμένου. Το βούλευμα έχει εκ του διατακτικού του στην περίπτωση αυτή χαρα-

κτήρα προπαρασκευαστικής μόνον αποφάσεως (άρθρα 138 παρ. 1β, 548 Κ.Π.Δ.),

δεσμευτικής για τον ανακριτή μόνο ως προς την ανάγκη διενέργειας της διατασ-

σόμενης ανακριτικής πράξεως, χωρίς να παρεμποδίζεται έτσι το δικαίωμα του κα-

τηγορουμένου να προτείνει νέα αποδεικτικά μέσα ή να υποβάλει αιτήματα ή να

ασκήσει τα όποια άλλα υπερασπιστικά δικαιώματα έχει στο στάδιο αυτό εκ του

νόμου. Εξ ουδεμιάς όμως διατάξεως του Κ.Π.Δ. προκύπτει στην περίπτωση αυτή,

ανεξαρτήτως των όποιων τυχόν πλεοναστικών φράσεων διέλαβε το βούλευμα,

πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας. Συνεπώς τέτοια τυχόν εκτίμηση

του δικαστικού συμβουλίου δεν παραβιάζει κάποια συγκεκριμένη διάταξη του

Κ.Π.Δ. που αφορά την υπεράσπιση, ούτε πλήττεται έτσι το κατοχυρούμενο με το

άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, σύμφω-

να με το οποίο δεν επιτρέπεται άμεση ή έμμεση πρόκριση ενοχής χωρίς και την

21. Βλ.

Ν. Ανδρουλάκη

, ό.α.

22. Βλ. ΠΛογ Β΄/468 επ.