252
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Κ. ΚΟΣΜΑΤΟΣ
και μετά την εισαγωγή του σε αυτό τελεί νέο έγκλημα που αν το τελούσε ενήλικος
θα ήταν κακούργημα. Με τον τρόπο αυτόν αντικαθίσταται το σχήμα που προβλε-
πόταν από το καταργηθέν άρθρο 126 παρ. 3
α
ΠΚ, όπου η απλή επανειλημμένη δια-
φυγή από το ίδρυμα αγωγής μπορούσε να επιτείνει την ποινική αντιμετώπιση του
ανηλίκου και η τέλεση νέου κακουργήματος οδηγούσε σε αντικατάσταση του επι-
βληθέντος αναμορφωτικού μέτρου της τοποθέτησης σε ίδρυμα αγωγής με ποινικό
σωφρονισμό, δημιουργώντας προβλήματα τήρησης της αρχής της ενοχής. Με τη
νέα ρύθμιση επιδιώκεται, άλλωστε, η καλύτερη διαφύλαξη της υποχρέωσης της
πολιτείας να επιβάλλει ποινή σε ανήλικο μόνο ως έσχατο μέτρο (ά. 37 παρ. β’ N
2101/1992), δηλαδή αφού έχει προηγηθεί τοποθέτηση σε ίδρυμα αγωγής για αυ-
ξημένης βαρύτητας πράξη και παρόλα αυτά εκδηλώνεται επανάληψη εγκληματι-
κότητας αυξημένης βαρύτητας…». Πάντως και υπό αυτή την εξαίρεση το στοιχείο
της αυξημένης βαρύτητας του εγκλήματος ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την
επιβολή του ποινικού σωφρονισμού παραμένει, καθώς η ισχύουσα διάταξη απαι-
τεί το έγκλημα για το οποίο απειλείται ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτη-
σης νέων να είναι κακούργημα.
Η συνδρομή ωστόσο των παραπάνω στοιχείων που αφορούν στην πράξη που τε-
λέστηκε δεν θα πρέπει να οδηγήσει de facto στην επιβολή του ποινικού σωφρο-
νισμού, καθώς βασικό ρόλο θα πρέπει να διαδραματίζουν και παράγοντες που
έχουν σχέση με τα στοιχεία της προσωπικότητας του δράστη. Τα στοιχεία που
πρέπει να εκτιμηθούν στο επίπεδο αυτό έχουν σχέση με την ηλικία του δράστη, το
πνευματικό, το μορφωτικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, κοινωνικό και οικονο-
μικό του επίπεδο, τη συνολική συμπεριφορά του απέναντι στους νόμους και την
ποινική δικαιοσύνη
197
. Ως ιδιαίτερα επαχθές μέτρο για τον ανήλικο δράστη, ο πε-
ριορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε περιπτώ-
σεις από τις οποίες προκύπτει έμπρακτα η διαμορφωμένη βούλησή του για αντι-
κοινωνική συμπεριφορά
198
. Η αντικοινωνική συμπεριφορά και ο «κίνδυνος» για
την εγκληματική υποτροπή του ανήλικου δράστη και την έννομη τάξη δεν είναι
δυνατόν να αποδειχθεί στις περιπτώσεις που ο ανήλικος για πρώτη φορά απα-
σχόλησε τις διωκτικές ή τις δικαστικές αρχές, έχει σταθερή εργασία, σταθερή και
εποικοδομητική σχέση με το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, ανε-
πτυγμένο πνευματικό επίπεδο
199
. Είναι λοιπόν σαφές ότι η συνδρομή των στοιχεί-
197. Βλ. σχετικά σε
Γ. Πανούση
, Οι κοινωνικές σχέσεις ως αναγκαίοι όροι της εγκληματογένε-
σης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, 100 επ.
198. Πρβλ. και την ανάλυση του
Ν. Παρασκευόπουλου
, Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό
δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1987, 192 επ.
199. Πρβλ. και τη συνδρομή των στοιχείων αυτών στον χώρο της επιβολής προσωρινής κράτη-
σης κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, της αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατ’ άρθρο
497 παρ. 7 ΚΠΔ και στον θεσμό της απόλυσης με όρο κατ’ άρθρο 105 ΠΚ. Για τα παραπά-
νω βλ. σχετικά
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου
, Κριτική επισκόπηση νομολογίας κατά θέματα.
Προσωρινή κράτηση, νομικός κανόνας και πράξη, Υπερ 1991,103 επ.,
Γ. Συλίκο
, Συμβολές
στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, 411 επ., 425
επ. Βλ. επίσης και ΤρΕφΠατρών 163/1999, ΠοινΔικ 1999,580, ΣυμβΠλημΠατρών 71/1998,
ΠοινΔικ 1999,1114, ΠεντΕφΠειρ 634-635-636/1998, ΠοινΔικ 1998,340.