ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 28

10
Accomandatario
Acqua
ρυθμος εταίρος. Είναι ο εταίρος που ευ-
θύνεται για τις υποχρεώσεις της εταιρίας
μόνομέχριτηναξίατηςσυμμετοχήςτου.
Accomandatario
(επιθ.
ονομ.
αρσ.)
ομόρρυθμος,
socio ~
(art. 2318 c.c.)
ομόρρυθμοςεταίρος. Είναιοεταίροςπου
διαχειρίζεται την εταιρία και ευθύνεται
απεριόρισταγιατιςυποχρεώσειςτηςακό-
μηκαιμετηνπροσωπικήτουπεριουσία.
Accomandita (società in)
(ουσ. θηλ.)
ετερόρρυθμηεταιρεία,
società in~sem-
plice
(artt. 2313ss. c.c.)~«απλή»,δηλαδή
που χαρακτηρίζεται απόδυο ειδών εταί-
ρους, ετερόρρυθμους και ομόρρυθμους,
società in~perazioni
(artt. 2462 ss. c.c.)
~ που χαρακτηρίζεται από δυο ειδών
εταίρους, ετερόρρυθμους και ομόρρυθ-
μους, οι συμμετοχές των οποίων αποτε-
λούνταιαπόμετοχές.
Accompagnamento
(ουσ. αρσ.)
συνο-
δεία,ακολουθία, ταίριασμα,
~ forzatodel
testeall’udienza
(art. 255c.p.c.)αναγκα-
στικήσυνοδεία τουμάρτυραστηνακρό-
αση.
Accompagnare
(ρ.μ.)
συνοδεύω, παρα-
κολουθώ,ακολουθώ,παρευρίσκομαι,ται-
ριάζω,συντροφεύω.
Accordo
(ουσ. αρσ.)
συμφωνία, συμβιβα-
σμός, συνεννόηση,
~ per commettere
unreato
(art.115c.p.)~γιαναδιαπράττω
έγκλημα,
~ nella cospirazione politica
(art. 304c.p.)~στηνπολιτικήσυνωμοσία,
~ tra coniugi
~ μεταξύ συζύγων,
rag-
giungere un ~ extragiudiziale
φτάνω
σε εξωδικαστικήσυμφωνία. Ησυμφωνία
μεταξύ δύο ή περισσοτέρων διαδίκων
για να δημιουργήσουν, να ρυθμίσουν ή
να ακυρώσουν μία περιουσιακή έννομη
σχέσημεταξύ τουςλέγεται contratto (art.
1321 c.c.) (βλ. “contratto”),
accordi col-
lettivi di lavoro
(artt. 410-412 bis c.p.c.)
συλλογικές συμβάσεις εργασίας,
~ delle
parti
(artt. 2, 6, 28, 29, 820, 822, 360, 296
c.p.c.)συννενόησητωνδιαδίκων.
Accostare
(ρ.μ.)
πλησιάζω, φέρνω κοντά,
προσεγγίζω,πλευρίζω.
Accreditamento
(ουσ.αρσ.)
πίστωση, πί-
στη,ποσόδιατιθέμενοαπότράπεζα.
Accreditare
(ρ.μ.)
πιστώνω, διαπιστεύω,
πιστοδοτώ, πιστοποιώ, επικυρώνω,
~ un
conto
πιστώνωέναλογαριασμό.
Accredito
(ουσ.αρσ.)
πίστωση.
Accrescimento
(ουσ. αρσ.)
1.
αύξηση
dirittodi~
(artt.674ss. c.c.)δικαίωμααύ-
ξησης του κληρονομικούμεριδίου. Όταν
ένας από τους κληρονόμους δεν θέλει ή
δεν μπορεί νααποδεχτεί τομερίδιό του,
ταάλλαμερίδιααυξάνονται ανάλογακαι
αυτόματα. Η ~ προβλέπεται ακόμη και
στις δωρεές (art. 773 c.c.), στις κληροδο-
σίες (art. 778 c.c.) και στην επικαρπία.
2.
επέκταση,ανάπτυξη.
Accumulare
(ρ.μ.)
συσσωρεύω, συγκε-
ντρώνω,στοιβάζω,μαζεύω,επισωρεύω.
Accumulo
(ουσ. αρσ.)
συσσώρευση, επι-
σώρευση, συγκέντρωση, στοίβαγμα,
~di
dividendi
κεφαλαιοποίηση μερισμάτων,
~dicapitale
συσσώρευσηκεφαλαίου.
Accusa
(ουσ. θηλ.)
1.
κατηγορία, μήνυση,
κατηγορητήριο, έγκληση,
2.
δημόσιος
κατήγορος.
Accusare
(ρ.μ.)
1.
κατηγορώ, καταγγέλλω,
ενοχοποιώ, εγκαλώ, μηνύω, κατακρίνω,
μέμφομαι,στιγματίζω,
2.
αιτιώμαι.
Accusato
(ουσ.αρς και επιθ.)
1.
κατηγο-
ρούμενος, υπόδικος, δράστης,
2.
εγκα-
λούμενος.
Accusatorio
(επιθ.)
κατηγορητικός.
Acqua
(ουσ. θηλ.)
νερό,
somministrazio-
necoattivadi~
(artt.1049-1050c.c.)υπο-
χρεωτικήπαροχήνερού.
1...,18,19,20,21,22,23,24,25,26,27 29,30,31,32
Powered by FlippingBook