ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 23

5
A
Abextra
Abitazione
ο εγκληματίας, από λανθασμένη τέλεση
της πράξης, ή από άλλη αιτία, προκαλεί
ένα αποτέλεσμα διαφορετικό απ’ αυτό
που ήθελε,
~ delicti plurioffensiva
(art.
83/2 c.p.) όταν ο εγκληματίας, από λαν-
θασμένη τέλεση τηςπράξης, ήαπόάλλη
αιτία, προκαλεί και το αποτέλεσμα που
ήθελε, και άλλο που δεν ήθελε,
~ ictus
monoffensiva
(artt. 60, 82/1 c.p.) όταν ο
εγκληματίας, από λανθασμένη τέλεση
της πράξης, ή από άλλη αιτία, βλάπτει
έναάτομοδιαφορετικόαπ’αυτόπουήθε-
λε,
~ ictus plurioffensiva
(artt. 60, 82/1
c.p.) όταν ο εγκληματίας, από λανθασμέ-
νη τέλεση της πράξης, ήαπόάλληαιτία,
βλάπτεικαι τοάτομοπουήθελε, καιάλλο
άτομο,
reato diverso da quello voluto
da talunodei concorrenti
(art. 116 c.p.)
έγκλημαδιαφορετικόαπ’αυτόπουήθελε
κάποιος από τους συνένοχους,
morte o
lesioni comeconseguenzadialtridelit-
ti
(art. 586 c.p.) θάνατοςήβλάβεςωςσυ-
νέπειεςάλλωνεγκλημάτων.
Abextra
(λατ.)
απόέξω,πέραναπό.
Abigeato
(ουσ. αρσ.)
ζωοκλοπή. Για τον
Ιταλικό Ποινικό Κώδικα (art. 625/8 c.p.)
πρόκειται για μία επιβαρυντική μορφή
της κλοπής με αντικείμενο τρία ή περισ-
σότεραζώα.
Abile
(επιθ.)
ικανός, επιδέξιος, αρμόδιος,
~ a pagare
αξιόχρεος,
~ al serviziomi-
litare
ικανόςγιαστρατιωτικήθητεία,
~al
lavoro
(κάποιος) ικανόςπροςεργασία.
Abilità
(ουσ. θηλ.)
ικανότητα, επιδεξιότη-
τα,καταλληλότητα,
~apagare
ικανότητα
αποπληρωμής.
Abilitazione
(ουσ. θηλ.)
άδεια, πιστοποι-
ητικό,
~professionale
(artt.348,359c.p.)
άδειαεξασκήσεωςεπαγγέλματος. Στοδι-
οικητικόδίκαιοδιακρίνεταισεδύοείδη
~
adpersonam
όπωςηάδεια εξασκήσεως
επαγγέλματος, που εκδίδεται μετά από
εξέταση τωναπό το νόμοαπαιτουμένων
προσόντων «των ατόμων»,
~ ad rem
ό-
πωςηάδειακυκλοφορίαςοχημάτων,που
εκδίδεται μετά από εξέταση των από το
νόμο απαιτουμένων χαρακτηριστικών
των οχημάτων, δηλαδή «των πραγμά-
των»,
decadenzadalla~
(art. 30c.p.)άρ-
σηάδειαςασκήσεωςεπαγγέλματος.
Ab initio
(λατ.)
εξαρχής,αναδρομικώς.
Ab intestato
(λατ.)
εξαδιαθέτου (κληρο-
νομικήδιαδοχή),όχιεκδιαθήκης.
Abitare
(ρ.μ.)
διαμένω,ζω,κάθομαι,κατοι-
κίζω,κατοικώ,μένω,οικώ.
Abitazione
(ουσ. θηλ.)
1.
κατοικία, οικία,
σπίτι, διαμέρισμα, στέγη,
aggravante
del furto
(art. 625/1 c.p.) επιβαρυντική
περίσταση της κλοπής,
contravvenzioni
concernenti l’incolumità delle perso-
ne nelle abitazioni
(artt. 672-677 c.p.)
πταίσματα που αφορούν την ασφάλεια
ατόμωνστηνκατοικία,
incendiodi edifi-
ci adibitiodestinati ad~
(art.425/2c.p.)
εμπρησμόςκτηρίωνγιαχρήσηκατοικίας,
portoabusivodi armi fuori dalla~
(art.
699c.p.)παράνομηοπλοφορίαεκτόςσπι-
τιού,
presenza di armi nella ~
(art. 697
c.p.) παρουσίαόπλων στοσπίτι,
compe-
tenza per materia
(art. 15 c.p.c.) αρμο-
διότητα καθ’ύλην,
competenza per ter-
ritorio
(art. 21 c.p.c.) αρμοδιότητα κατά
τόπο,
~ familiare
οικογενειακή κατοικία,
2.
κατοίκηση, οίκηση, διαμονή, εγκατά-
σταση,
dirittodi ~
(artt. 1022 ss. c.c.) δι-
καίωμακατοικίαςσεσυγκεκριμένοσπίτιή
διαμέρισμα. Αυτό τοδικαίωμα εκτείνεται
στην οικογένεια των δικαιούχων και το
άρθρο 1023 του Ιταλικού Αστικού Κώ-
δικα καταγράφει σε λίστα όλα τα άτομα
πουαποτελούν«οικογένεια»στηνσυγκε-
κριμένηπερίπτωση: τα τέκνα (ακόμη και
μεταγενέστερασεσχέσημε τοδικαίωμα,
υιοθετημένα, εξώγαμα αναγνωρισμένα),
1...,13,14,15,16,17,18,19,20,21,22 24,25,26,27,28,29,30,31,32
Powered by FlippingBook