ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 27

9
A
Accessorio
Accomandante
σβασης,
~ ai documenti della Pubblica
Amministrazione
(artt.22ss.L.241/1990)
πρόσβασησταδημόσιαέγγραφα (διαφά-
νεια),
~allecaricheelettive
(art.51Cost.)
πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα (μετά
από εκλογές),
~ai pubblici uffici
(art. 97
Cost.) πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα
(μετά από διαγωνισμό),
~ del G.I.
(artt.
203, 258-260, 262 c.p.c.) πρόσβαση του
ανακριτή δικαστή,
~ nei luoghi sigillati
(art.761c.p.c.)είσοδοςσεσφραγισμένους
χώρους,
~del pubblicoall’udienza
(art.
129c.p.c.)είσοδοςτουκοινούστηναίθου-
σαακροάσεων.
Accessorio
(ουσ. αρ. και επιθ.)
1.
παράρ-
τημα (π.χ. τογκαράζσεσχέσημετοσπίτι,
κ.λπ.),
2.
συμπληρωματικός,
παρεπόμε-
νος,
domanda accessoria
συμπληρω-
ματική
αίτηση (αγωγή) (artt. 10/2, 31/1,
40 c.p.c.), αίτηση που αποτελεί λογική
και νομική συνέπεια της κύριας αίτησης.
Ωστόσο έχει δικά του petitum και causa
petendi,
pena accessoria
παρεπόμενη
ποινή.
Accessorium sequitur principale
(λατ.)
τα παραρτήματα ακολουθούν το κύριο
πράγμα (art. 817, 934, 2811c.c), δηλαδήο
κύριοςτουκύριουπράγματοςαποκτάτην
κυριότητακαιτωνπαραρτημάτων.
Accettare
(ρ.μ.)
δέχομαι,αποδέχομαι.
Accettazione
(ουσ. θηλ.)
αποδοχή,
~del
conto
(artt. 263, 266 c.p.c.) ~ του λογα-
ρισμού,
~ della sentenza
(artt. 329, 334
c.p.c.) ~ της απόφασης,
~della giurisdi-
zione italiana da parte dello straniero
(art. 41c.p.c.)~της ιταλικήςδικαιοδοσίας
εκ μέρος τουαλλοδαπού,
~della rinun-
cia agli atti di giudizio
(art. 306 c.p.c.) ~
της παραίτησης σε πράξεις της δίκης,
~
bancaria
τραπεζική~,
~ cambiaria
(artt.
23 ss., 75 ss. L. camb.)~ τηςσυναλλαγμα-
τικής,
~dell’eredità
(artt. 470 ss. c.c., 749
c.p.c.) ~ κληρονομιάς. Μπορεί να είναι
ρητή ή σιωπηλή και παραγράφεται 10
χρόνια μετά από τον θάνατο,
~ dell’ere-
ditàconbeneficiodi inventario
(art.484
c.c.)~κληρονομιάςμετοευεργέτηματης
απογραφής.Μεαυτότοντρόποοκληρο-
νόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της
κληρονομιάςέωςτοενεργητικότης,
~nei
contratti
(artt. 1326 ss. c.c.)~συμφωνίας
ήσυμβολαίου.Μπορείναείναικαισιωπη-
λή,
~tacita
σιωπηρή~,
~nelledonazioni
(artt. 782 ss. c.c.) ~ στις δωρεές,
~ della
remissionedellaquerela
(art. 155c.p.)~
τηςάφεσηςτηςμήνυσης.
Accidentale
(επιθ.)
τυχαίος, συμπτωματι-
κός,απρόβλεπτος,απροσδόκητος,
causa
~
απρόβλεπτηαιτία.
Acclamazione
(ουσ. θηλ.)
επιδοκιμασία,
επευφημία,
voto o votazione per ~
ψή-
φοςήψήφισμαδιάβοής.
Accollante
(ουσ. αρσ.)
ο αναδοχέας, αυ-
τός που υπεισέρχεται ως προς το χρέος
στηθέσητουπαλαιούοφειλέτη.
Accollatario
(ουσ. αρσ.)
ο πιστωτής σε
αναδοχήχρέους.
Accollato
(ουσ. αρσ.)
οοφειλέτηςσεανα-
δοχήχρέους.
Accollo
(ουσ. αρσ.)
αναδοχή χρέους (artt.
1273 ss. c.c.),
~ cumulativo
όταν οοφει-
λέτηςδεναπαλλάσσεται αλλάπαράγεται
πρόσθετη ενοχήαυτούπου υποσχέθηκε
τηνεκπλήρωσηξένουχρέους (art.1273/3
c.c.),
~ liberatorio
οαναδοχέας υπεισέρ-
χεταιωςπρος τοχρέοςστηθέση τουπα-
λαιού οφειλέτη, απελευθερώνοντάς τον
(art.1273/2c.c.),
~didebitinell’assegna-
zione o nella vendita forzata
(art. 508
c.p.c.)~στηναπονομήήστηναναγκαστι-
κήπώληση.
Accomandante
(επιθ.ονομ.αρσ.)
ετερόρ-
ρυθμος,
socio ~
(art. 2320 c.c.) ετερόρ-
1...,17,18,19,20,21,22,23,24,25,26 28,29,30,31,32
Powered by FlippingBook