ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 22

4
Abbandonato
Aberratio
~ la causaprovvisoriamente
παραιτού-
μαιαπότοδικόγραφο.
Abbandonato
(επιθ.)
αδέσποτος,εγκατα-
λειμμένος,οτιδήποτεεγκαταλείπεται.
Abbandono
(ουσ. αρσ.)
1.
εγκατάλειψη,
~ del minore
εγκατάλειψη ανηλίκου,
~ di cose
εγκατάλειψη πραγμάτων (βλ.
art. 923 c.c. για τα πράγματα γενικά, art.
942 c.c. για τα οικόπεδα, art. 946 c.c. για
την κοίτη ποταμού),
~ di donna incinta
εγκατάλειψη εγκύου,
~ della casa del
genitore
(art. 318 c.c.) ~ του οικογενεια-
κού σπιτιού,
~ del fondo servente
(art.
1070 c.c)
~ του δουλεύοντος ακινήτου,
~di beni che interessano la produzio-
nenazionale
(art. 838 c.c.) ~πραγμάτων
που αφορούν την εθνική οικονομία
2.
αποποίηση,
~delladisponibile
~ τηςδι-
αθέσιμηςμερίδας,
3.
παραίτηση, εκούσια
εγκατάλειψη πράγματος ή δικαιώματος,
χωρίς πρόθεση επαναδιεκδίκησης,
~
dell’azione
παραίτηση αγωγής,
~ della
difesa
(artt.85,301c.p.c.)παραίτησηαπό
την υπεράσπιση,
~ collettivo di pubbli-
ci uffici, impieghi, servizi o lavori
(artt.
333, 635 c.p.)
μαζική ~ δημόσιων υπη-
ρεσιών, αξιωμάτων, λειτουργημάτων ή
εργασιών,
~ del domicilio domestico
(art. 570 c.p.) ~ της οικογενειακής οικίας,
~ di animali domestici
(art. 727 c.p.) ~
κατοικίδιωνζωών,
~dianimalinel fondo
altruiperpascoloabusivo
(artt.636,639
bis,649c.p.)~ζώωνστοκτήματρίτωνγια
παράνομηβόσκηση,
~dipersonemino-
ri o incapaci
(art. 591 c.p.) ~ανηλίκων ή
ανίκανων ατόμων,
~ di un neonato per
causad’onore
(art.592c.p.καταργήθηκε)
~βρέφους λόγω τιμής,
~ individuale di
unpubblicoufficio, impiego, servizioo
lavoro
(art. 635c.p.)ατομική~δημόσιων
υπηρεσιών, αξιωμάτων, λειτουργημάτων
ήεργασιών.
Abbattere
(ρ.μ.)
1.
ελαττώνω, μειώνω,
μειώνομαι , μετριάζω,
~ i prezzi
μειώνω
τις τιμές,
~ le tasse
μειώνω τουςφόρους,
2.
ρίχνω κάτω, γκρεμίζω, κατεδαφίζω,
~
unacasa
κατεδαφίζωένασπίτι,
3.
υποτι-
μώ,αποθαρρύνω,
~ ilmoralediunaper-
sona
αποθαρρύνωκάποιον,
4.
νικώ,σκο-
τώνω,
~ ilnemico
σκοτώνωτονεχθρό.
Abbattimento
(ουσ. αρσ.)
1.
μείωση,
ελάττωση, μετριασμός (των τιμών, των
φόρων, κ.λπ.),
2.
κούραση, φόβος, αδυ-
ναμία, απελπισία, αποθάρρυνση, απογο-
ήτευση,
3.
κατεδάφιση (τωνακινήτων,βλ.
art. 883 c.c.), σφαγιασμός, σκότωμα (των
ζώωνκαιτουεχθρού).
Abbreviare
(ρ.μ.)
συντομεύω, συντέμνω,
μικραίνω,κονταίνω,περιορίζω.
Abbreviato
(επίθ.) συνοπτικός, συντε-
τμημένος, περιληπτικός,
rito o giudizio
~
(art.438ss. c.p.p.)σύντομηποινικήδίκη
(ότανσυντρέχουνσυγκεκριμένες συνθή-
κεςπροβλεπόμενεςαπότονόμο).
Abbreviazione
(ουσ.θηλ.)
σύντμηση,συ-
ντόμευση,
~del termine
(art. 173 c.p.p.)
σύντμηση προθεσμίας,
~ dei termini
(artt.153,154,163bis,165,166,645c.p.c.)
σύντμησητωνπροθεσμιών.
Abdicare
(ρ.μ.)
απαρνούμαι (δικαίωμα ή
εξουσία), παραιτούμαι,
~al trono
παραι-
τούμαιαπότονθρόνο.
Abdicazione
(ουσ.
θηλ.)
αποποίηση,
εγκατάλειψη,παραίτηση.
Aberratio
(λατ.)
Απομάκρυνση από το
σωστό, το αληθινό, το πραγματικό, το
κανονικό, διάλειψη, διαταραχή, εκτροπή,
προσωρινήαλλαγήαπότονσυνήθηήτυ-
πικό τρόπο,
~ causae
όταν η τέλεση της
πράξηςδιαφοροποιείταιαπότηνπροβλε-
πόμενηόμωςπαρόλοαυτάοεγκληματίας
προκαλεί το αποτέλεσμα που ήθελε,
~
delictimonoffensiva
(art. 83/1c.p.)όταν
1...,12,13,14,15,16,17,18,19,20,21 23,24,25,26,27,28,29,30,31,...32
Powered by FlippingBook