ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 24

6
Abito
Abrogabile
τα άτομα που υπηρετούν τον δικαιούχο
και την οικογένειά του,
~ nell’immobile
pignorato
(art. 560 c.p.c.) κατοίκηση σε
κατασχεμένοακίνητο.
Abito
(ουσ. αρσ.)
ένδυση, κοστούμι, ντύ-
σιμο, ρούχο, φόρεμα,
~ ecclesiastico
(art. 498 c.p. αποποινικοποιήθηκε) ράσο,
όποιος φοράει ράσο, παράνομα και δη-
μόσια, τιμωρείται με χρηματική ποινή,
~borghese
πολιτικάρούχα,
~da sposa
νυφικό,
~ militare
στολή στρατιωτική,
impignorabilità degli abiti
(art. 514
c.p.c.) εξαίρεση από την κατάσχεση των
ενδυμάτων.
Abituale
(επιθ. αρσ. θηλ.)
συνήθης, συνη-
θισμένος, καθημερινός, διαδεδομένος,
reato ~
όταν το ίδιο άτομο, επαναλαμ-
βάνονταςπολλέςφορές τις ίδιεςήπαρό-
μοιες πράξεις, τελεί ένα έγκλημα,
reato
~ proprio
η κάθε πράξη δεν αποτελεί
έγκλημα (βλ. κακοποίησηοικογενειακών
μελώνήπαιδιώνart.572c.p.),
reato~ im-
proprio
ηκάθεπράξηαποτελεί έγκλημα,
όπως στην περίπτωση της επανειλημ-
μένης αιμομιξίας (art. 564 c.p.), μέχρι να
δημιουργήσειμίααιμομικτικήσχέση,
de-
linquente~
(artt. 102ss. c.p.) εγκληματία
κατά συνήθεια,
ubriaco
~ (art. 221 c.p.)
όποιοςβρίσκεταισυνήθωςσεκατάσταση
μέθης.
Abitualità
(ουσ. θηλ.)
καθημερινότητα,
ρουτίνα,μονοτονία,
~nelreato
(artt.102-
104 c.p.) συνήθεια στο έγκλημα,
~ nell’
ubriachezza
(artt. 94, 221 c.p.) συνήθεια
στηνμέθη (συνήθηςμέθη).
Abiura
(ουσ. θηλ.)
ένορκη απάρνηση,
αποκήρυξη, αποστασία, αποποίηση δο-
θέντοςόρκου.
Abiurare
(ρ.μ.)
ανακαλώ με όρκο, απαρ-
νούμαι, αρνούμαι, διαψεύδω, αποστατώ,
αποκηρύσσω,
~ la mia religione
απαρ-
νούμαιτηθρησκείαμου.
Abnegazione
(ουσ. θηλ.)
αφοσίωση, αφι-
έρωση,αυτοθυσία,αυταπάρνηση, εθελο-
θυσία,προσήλωση.
Abolim
(λατ.)
παλιού,παλαιάς.
Abolire
(ρ.μ.)
καταργώ, ακυρώνω, ανακα-
λώ,
~delle istituzioni
καταργώθεσμούς,
~un’imposta
ανακαλώκάποιοφόρο.
Abolitio criminis
(λατ.)
κατάργηση του
εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο. Όταν το
κράτοςδενθεωρεί πιααξιόποινεςσυγκε-
κριμένες πράξεις, συνεπώς αποτελούν
κατηγορία στην οποία δεν έχει νόημα η
σχετικήεκτέλεσητωνποινών (art.2c.p.).
Abolito
(επιθ.)
καταργηθείς,ακυρωθείς.
Abolizione
(ουσ. θηλ.)
κατάργηση, ανά-
κληση, αναίρεση, ακύρωση, ματαίωση,
~
del reato
(art.2c.p.)κατάργησηεγκλήμα-
τος,
~di una legge
κατάργησηνόμου,
~
delle frontiere fiscali
κατάργησηφορο-
λογικώνσυνόρων (Direttiva91/680/CEE),
~ di un decreto legislativo
κατάργηση
νομοθετικού διατάγματος,
~ del voto
di preferenza
κατάργηση του σταυρού
προτίμησης.
Abortire
(ρ.μ.)
1.
κάνωέκτρωση,
2.
απορ-
ρίπτω, αποβάλλω κάτι πριν την έναρξή
τουήπριν τηνολοκλήρωσή του,
3.
απο-
τυχαίνω,παθαίνωζημιά.
Abortivo
(επιθ.)
1.
πουπροκαλεί αποβο-
λή (φάρμακο ή άλλη ουσία),
2.
ματαιω-
θείς,ακυρωθείς.
Aborto
(ουσ. αρσ.)
1.
αποβολή εμβρύου,
τεχνητήδιακοπήεγκυμοσύνης, έκτρωση.
Προβλέπεται και ρυθμίζεται από το νό-
μο 194/1978,
~ come aggravante delle
lesioni personali
(art. 583/4 c.p.) ~ ως
επιβαρυντικήπερίσταση τωνσωματικών
βλαβών,
2.
αποτυχία.
Abrogabile
(επιθ.)
ακυρώσιμος, ανακλη-
τός.
1...,14,15,16,17,18,19,20,21,22,23 25,26,27,28,29,30,31,32
Powered by FlippingBook