ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 25

7
A
Abrogare
Accaparramento
Abrogare
(ρ.μ.)
καταργώνόμοήέθιμομε
επίσημηπράξη,ανακαλώ,ακυρώνωδικα-
στικήαπόφαση,συμφωνία.
Abrogazione
(ουσ. θηλ.)
κατάργηση,
ανάκληση, ακύρωση, ματαίωση,
~ della
legge
(art. 15 disp. prel. c.c.) κατάργηση
νόμου.
Ab urbe condita
(λατ.)
από την ίδρυση
της πόλης της Ρώμης. Συνήθως χρησι-
μοποιείται ως συντομογραφία A.U.C.,
45
A.U.C.
45έτηαπότην ίδρυσητηςΡώμης.
Abusare
(ρ.α.)
επωφελούμαι, εκμεταλλεύ-
ομαι,κακομεταχειρίζομαι,βρίζω.
Abuso
(ουσ. αρσ.)
κατάχρηση, καταχρη-
στικήάσκηση,
~del diritto
~δικαιώμα-
τος,
~dell’immagine
(art. 10c.p.c.)~ της
εικόνας,
~delpoteredi rappresentanza
~ πληρεξουσιότητας,
~ dell’usufruttua-
rio
~εκμέρουςτουεπικαρπωτή,
~dipo-
sizione dominante
~ της δεσπόζουσας
θέσης,
~dibevandealcoolicheodi stu-
pefacenti
(artt. 579, 580c.p., 415/2c.c.)~
αλκοολούχωνποτώνήναρκωτικώνουσι-
ών,
~dipotere
(art. 61/9c.p.)~εξουσίας,
είναι μία επιβαρυντική κοινή περίσταση,
~
d’ufficio
(art. 323 c.p.) ~ εκ μέρος των
δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση
του αξιώματός τους,
~ di strumenti so-
nori o segnalazioni acustiche
(art. 659
c.p.) ~ ηχητικού εξοπλισμού ή ακουστι-
κών σημάνσεων,
~di sigilli e strumenti
veri
(art. 471 c.p.) ~σφραγίδων ήαληθι-
νώνμέσων,
~di professione, arte, indu-
stria, commercioomestiere
(artt. 31, 35
c.p.) ~ επαγγέλματος, τέχνης, εμπορίουή
εργασίας,
~ di ospitalità, coabitazione
(artt.61/11,646c.p.)~φιλοξενίας,συγκα-
τοίκησης,
~ di foglio firmato in bianco
(art.487c.p.)~υπογεγραμμένουενλευκώ
φύλλουχαρτιού,
~di autoritàcontroar-
restatiodetenuti
(art.608c.p.)~εξουσί-
αςκατάσυλλαμβανομένωνήφυλακισμέ-
νων,
~deibisogni,dellepassioniodella
inesperienza di una personaminore o
dellostatod’infermitàodeficienzapsi-
chicadiunapersona
(art. 643c.p.)~των
αναγκών, τωνπαθώνή τηςαπειρίαςανη-
λίκωνή τηςαναπηρίαςήφρενοβλάβειας
ενόςατόμου,
~della credulitàpopolare
(art. 661 c.p.) ~ της λαϊκής ευπιστίας,
~
della potestà dei genitori
(art. 34 c.p.,
art. 330 c.p.c.) ~ της γονικής μέριμνας,
~
dei mezzi di correzione o di disciplina
(art.571c.p.)~τωνσωφρονιστικώνήπει-
θαρχικώνμέσων.
Abusivismo
(ουσ.αρσ.)
τοφαινόμενοτων
αυθαιρέτων και παρανόμων ακινήτων
(T.U.380/2001).
Abusivo
(επιθ.)
παράνομος, καταχρηστι-
κός,υπέρμετρος,μηεξουσιοδοτημένος.
Accademia
(ουσ. θηλ.)
1.
ινστιτούτο
ανώτατηςπαιδείας,
~di bellearti
σχολή
καλώντεχνών,
2.
ηακαδημίατουΠλάτω-
νοςστηνΑθήνα,ησχολήφιλοσοφίαςτου
Πλάτωνος.
Accademico
(επιθ.)
ακαδημαϊκός, θεω-
ρητικός, πανεπιστημιακός,
anno ~
ακα-
δημαϊκό έτος,
libertà accademica
ακα-
δημαϊκή ελευθερία,
dignità accademica
(art. 498c.p.)ακαδημαϊκόαξίωμα, όποιος
περηφανεύεταιπαράνομαέναακαδημαϊ-
κόαξίωματιμωρείταιμεχρηματικήποινή,
privazionedigradi edignitàaccademi-
che
(art. 28 c.p.) αφαίρεσηακαδημαϊκών
θέσεωνκαιαξιωμάτων.
Accadere
(ρ.α.)
συμβαίνει, συμβαίνω, γί-
νομαι,επακολουθώ,τυχαίνει,τυχαίνω.
Accaduto
(ουσ. αρσ.)
γεγονός, επεισόδιο,
συμβάνπεριστατικό.
Accaparramento
(ουσ.
αρσ.)
αγορά
εμπορευμάτων για απόκρυψη, κερδο-
σκοπία σπεκουλάρισμα, μαύρη αγορά,
σπέκουλα. Τοάρθρο 501bis c.p. τιμωρεί
1...,15,16,17,18,19,20,21,22,23,24 26,27,28,29,30,31,32
Powered by FlippingBook