ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 26

8
Accattonaggio
Accesso
μεφυλάκισηκαι χρηματικήποινήόποιον
προβαίνει στις προαναφερόμενες πρά-
ξειςμεαντικείμενοτρόφιμα,πρώτεςύλες,
προϊόνταπρώτης ανάγκης, κ.λπ. με σκο-
πό να δημιουργήσει αύξηση τιμών στην
αγορά.Βλ.επίσηςartt.32quater,518c.p.
Accattonaggio
(ουσ. αρσ.)
επαιτεία, ζη-
τιανιά, διακονιά. Τοάρθρο 671 c.p. τιμω-
ρείμεκράτησηαπότρειςμήνεςμέχρι ένα
χρόνο, όποιον εκμεταλλεύεται ανήλικο
(κάτωτων14χρονών)μεσκοπότηνεπαι-
τείαήεπιτρέπειστονανήλικοναεπαιτείή
σεάλλουςναεκμεταλλεύονταιανήλικους
γιατον ίδιοσκοπό.
Accedere
(ρ.μ.)
εισέρχομαι, μπαίνω, πλη-
σιάζω,προσέρχομαι,προσχωρώ,φτάνω.
Acceleramento
(ουσ. αρσ.)
επίσπευση,
επιτάχυνση,
~ del parto
(art. 583/2 c.p.
καταργήθηκε)επίσπευσητοκετού.
Accelerare
(ρ.μ.)
επιταχύνω, επιταχύνο-
μαι,ταχύνω,επισπεύδω,συντομεύω.
Accensione
(ουσ. θηλ.)
άναμμα, ανάφλε-
ξη, εκκίνηση, εμπρησμός, κάψιμο,
ac-
censioni di fuochi
(art. 423 c.p.) άναμμα
φωτιών,
accensioni pericolose
(art. 703
c.p.) επικίνδυνα ανάμματα, χωρίς άδεια
σε δημόσιο χώρο, τιμωρούνται με χρη-
ματικήποινή,
~di ipoteca
προσημείωση
υποθήκης.
Accertamento
(ουσ. αρσ.)
αναγνώριση,
ανάκριση, έλεγχος, εξέταση, έρευνα,
διαπίστωση,
azione di ~
αναγνωριστι-
κή αγωγή,
~ giudiziale delle scritture
private
(artt. 2652, 2690 c.c.) δικαστικός
έλεγχος ιδιωτικών συμφωνητικών,
~
dell’attivo o del passivo fallimentare
διαπίστωση του ενεργητικού ή του πα-
θητικού της πτώχευσης,
~ della pater-
nità o dellamaternità
(artt. 269 ss. c.c)
διαπίστωση/αναγνώριση πατρότητας ή
μητρότητας,
~ tecnico
τεχνική έρευνα,
~ tecniconon ripetibile
(art. 360 c.p.p.),
τεχνική και ανεπανάληπτη ανάκριση,
λόγω των αλλαγών που το αντικείμε-
νο της έρευνας (άτομο, πράγμα, τοπίο)
υφίσταται,
~ della pericolosità sociale
(artt. 201, 208, 204 καταργήθηκε, 212
c.p.)διαπίστωσητηςκοινωνικήςεπικινδυ-
νότητας του εγκληματία,
accertamenti
contabili
(art. 198 c.p.c.) λογιστικοί έλεγ-
χοι,
accertamenti sulla identità dei te-
stimoni
(art.252c.p.c.)έλεγχοισχετικάμε
την ταυτότητα των μαρτύρων,
accerta-
menti tecnicopreventivi
(art. 696 c.p.c.)
τεχνικοί προληπτικοί έλεγχοι,
accerta-
menti incidentali
(artt. 34, 424, 445, 819
c.p.c.)προδικαστικέςέρευνες.
Accessibile
(επιθ.)
1.
προσιτός, διαθέσι-
μος, ευπρόσδεκτος, προσηνής, δεκτικός,
λογικός,
2.
φτηνός,
3.
καλομίλητος.
Accessione
(ουσ. θηλ.)
πρόσχωση (βλ.
artt. 934 ss. c.c.). Είναι ένα είδος κτήσης
κυριότητας και προβλέπονται 3 είδη: ~
του κινητού σε ακίνητο, ~ του ακινήτου
σε ακίνητο, ~ του κινητού σε κινητό.
~
invertita
(art. 938 c.c.) ανάποδη (αντε-
στραμμένη) ~ δηλαδή του ακινήτου σε
κινητόαγαθό,
~ invertitadellaPubblica
Amministrazione
ανάποδη (αντεστραμ-
μένη) ~ εκ μέρος της Δημόσιας Διοίκη-
σης.
Accesso
(ουσ. αρσ.)
είσοδος, δίοδος,
πρόσβαση, προσέλευση,
divieto di ~
απαγόρευση εισόδου,
~ al fondo
(artt.
842, 843, 896, 924, 925 c.c.) πρόσβαση
στο κτήμα,
divietodi ~ in luogomilita-
re
(artt. 260, 682 c.p.) απαγόρευση εισό-
δου σε στρατιωτικό χώρο,
divieto di ~
ai documenti amministrativi
(art. 328
c.p.) απαγόρευση εισόδου σε διοικητικά
έγγραφα,
~ abusivo ad un sistema in-
formaticoo telematico
(art. 615 ter c.p.)
παράνομη είσοδος σε πληροφορικό ή
τηλεματικόσύστημα,
viad’~
δίοδοςπρό-
1...,16,17,18,19,20,21,22,23,24,25 27,28,29,30,31,32
Powered by FlippingBook