Previous Page  26 / 42 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 26 / 42 Next Page
Page Background

162 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΕΝΟΣ ΕΡΓΟΥ

τος

», ότι «

το έργο είναι ενότητα περιεχομένου και μορφής, σύνθεση δυνά-

μεων οργανική, αφού η μορφή οργανώνει το περιεχόμενο συνδέοντας τα

στοιχεία του σε ενιαίο σύνολο, σε αντιληπτική ολότητα…

», και ότι «

… στις

περιπτώσεις που η μορφή εκφράζει απλά αυτό το προϋπάρχον γεγονός, η

έκφραση συγχωνεύεται με το γεγονός, την ιδέα, το θέμα, και δεν προστα-

τεύεται (κανόνας της «συγχώνευσης…

»)»

379

.

Ως προς την ανωτέρω άποψη, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί παρά να παρατηρη-

θεί ότι στην προσπάθειά της να εξηγήσει τι είναι η απροστάτευτη «ιδέα»,

αφενός μεν μετέρχεται μία ασαφή διατύπωση, ήτοι την φράση «

προαντίλη-

ψη από το πνεύμα ενός πράγματος που θέλει να πραγματοποιήσει

», αφετέ-

ρου συνεχίζει να προσεγγίζει εννοιολογικώς την «ιδέα» αφαιρετικώς, ήτοι

κατ’ αντιδιαστολή με τους όρους «περιεχόμενο» και «μορφή». Πράγματι, η

σύλληψη της ιδέας ως «πνευματικής προαντιλήψεως», προφανώς υπό την

έννοια εκείνου που είχε υπόψιν του ο δημιουργός πριν δημιουργήσει και

που επιθυμούσε να μορφοποιήσει, είναι, όπως έχει αναλυθεί εκτενέστε-

ρα ανωτέρω, αφενός μεν μεταφυσικού χαρακτήρα, αφετέρου δε ουδέν ει-

σφέρει στην ασφαλή ad hoc εφαρμογή της “idea/expression dichotomy”,

αφού περιγράφει το αυτονόητο, ήτοι ότι η «ιδέα» συνιστά μία διανοητι-

κή κατάσταση που προηγείται της δημιουργίας. Η τελευταία όμως διανο-

ητική κατάσταση, αφ’ ης στιγμής δεν έχει εξωτερικευθεί είναι τόσο αδιά-

φορη για το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, όσο και ανεπίδεκτη δι-

αγνώσεως και αποδείξεως, ώστε ακόμη και ενόψει της τελικής μορφής

να είναι αδύνατη η ασφαλής ταυτοποίηση εκείνου που είχε «πνευματικώς

προαντιληφθεί» ο δημιουργός. Υπενθυμίζεται δε ότι η «πνευματική προα-

ντίληψη» του δημιουργού είναι σχετικής μόνον αξίας, σε σημείο που πολ-

λάκις η προσπάθεια του δικαστή να την ερμηνεύσει να είναι εντελώς αυ-

θαίρετη, απλούστατα γιατί με ένα έργο δύνανται να εκφράζονται πλείονες

«ιδέες», ή οι αποδέκτες των έργων τέχνης να ερμηνεύουν διαφορετικά το

ίδιο έργο, ή ακόμη και ο ίδιος ο δικαστής να έκρινε με βάση την δική του

εξοικείωση με την τέχνη ή τις εν γένει προσωπικές του προσλαμβάνουσες,

αλλά κατά τρόπο που δεν βρίσκει σύμφωνο τον ίδιο τον δημιουργό. Καθί-

σταται, λοιπόν, σαφές ότι η σύλληψη της «ιδέας» ως «πνευματικής προ-

αντιλήψεως» του δημιουργού, καίτοι από φιλοσοφικής σκοπιάς ορθή, ως

εργαλείο εφαρμογής του Ν. 2121/1993 αφήνει το περιθώριο, λόγω του

υποκειμενικού της χαρακτήρος, ο δικαστής να ολισθαίνει σε υποκειμενικές

κρίσεις. Ζήτημα γεννάται και με την επίκληση του «περιεχομένου» ως αυ-

τοτελούς στοιχείου της μορφής με την διευκρίνιση ότι δεν συνιστά «ιδέα»,

καθώς, τουλάχιστον στο πλαίσιο της “idea/expression dichotomy”, «περι-

379. Βλ. σχετικώς Κοτσίρη, ό.π., σελ. 69, και Σταματούδη, ό.π., σελ. 29.