168 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΕΝΟΣ ΕΡΓΟΥ
ότι «
…Η διάκριση μεταξύ ιδέας, εσωτερικής μορφής και εξωτερικής μορ-
φής, και μέσου εκφράσεως, ακόμη, ίσως να ανταποκρίνεται στα διάφορα
στάδια από τα οποία διέρχεται κάθε δημιουργία, από την στιγμή της πρώ-
της εμπνεύσεως μέχρι την αποπεράτωση του έργου. Για τον νομικό όμως,
ο οποίος καλείται να προστατεύσει τον εμφανισθέν και διαμορφωθέν στον
εξωτερικό κόσμο έργο του πνεύματος, προέχει η ανεύρεση των στοιχείων
αυτών που είναι πρωτότυπα, ενώ οι φάσεις ή τα στάδια της δημιουργίας
είναι γεγονότα μη δυνάμενα να αποτελέσουν την βάση ή τα κριτήρια για την
θεμελίωση κατεξοχήν νομικού ζητήματος, το οποίο είναι το πρόβλημα του
καθορισμού των προστατευτέων στοιχείων του έργου. Έτσι, όπως είναι
προφανές, ο νομικός δεν δύναται να ασχοληθεί με τα στάδια της δημιουρ-
γίας, δεδομένου ότι το δικό του έργο δεν συνίσταται στην ανεύρεση και τον
καθορισμό αυτών, αλλά ξεκινά μόνον από την στιγμή εκείνη που η δημι-
ουργία έχει πλέον περάσει από τα εν λόγω στάδια και εμφανίζει στον εξω-
τερικό κόσμο ένα συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο έργο…
»
388
.
Τέλος, στην σύγχρονη ελληνική θεωρία και υπό το φως του Ν. 2121/1993,
επαινετέα είναι και η κριτική του αειμνήστου Γεώργιου Κουμάντου στην
“idea/expression dichotomy”, σύμφωνα με τον οποίον η τελευταία έρχε-
ται αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες
389
. Ως πρώτη εξ αυτών περιγράφε-
ται ότι, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις αλλά και τον νόμο, πολλές πρά-
ξεις θεωρούνται προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας, καίτοι δεν συνι-
στούν αντιγραφή της μορφής ενός έργου, όπως φερ’ ειπείν συμβαίνει με
την άνευ αδείας του δημιουργού δημιουργία παραγώγων έργων. Σύμφω-
να, λοιπόν, με τον Κουμάντο, οι ανωτέρω περιπτώσεις μη προσβολής της
μορφής, θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «εξαιρέσεις», αλλά λόγω του ότι
είναι τόσο συχνές και σημαντικές, ουσιαστικώς θα κατέλυαν τον κανόνα,
ο οποίος προϋποθέτει, βάσει της “idea/expression dichotomy” αντιγραφή
της μορφής και όχι της «ιδέας»
390
. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι ακόμη και
εάν η ανωτέρω δυσκολία «υπερκεράζεται» με την διάκριση της μορφής σε
«εξωτερική», ως καλύπτουσα τα εξωτερικά γνωρίσματα του έργου, και
«εσωτερική», ως καλύπτουσα την πλοκή και την υπόθεση του έργου, ώστε
η δεύτερη να καθιστά λειτουργική την “idea/expression dichotomy” και
στα παράγωγα έργα, ουσιαστικώς η μορφή «εξαρθρώνεται». Περαιτέρω,
ορθώς παρατηρείται, όπως έχει ανωτέρω κατ’ επανάληψιν τονισθεί, ότι
388. Βλ. σχετικώς Μελά, ό.π., σελ. 36. Διευκρινίζεται ότι το σχετικό χωρίο, αυθεντι-
κώς συντεταγμένο στην πολυτονική καθαρεύουσα, αποτελεί απόδοση του γρά-
φοντος στην δημοτική.
389. Βλ. σχετικώς Κουμάντο, ό.π., σελ. 114-116.
390. Βλ. σχετικώς Κουμάντο, ό.π., σελ. 114-115.