Η έννοια της αναθέτουσας αρχής
91
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β΄
Από τη νομολογία του Δ.Ε.Κ. και του Δ.Ε.Ε. προκύπτει μέχρι στιγμής ότι το
κυρίαρχο κριτήριο για τον προσδιορισμό της έννοιας της αναθέτουσας αρ-
χής είναι η άσκηση από το κράτος ενός επαρκούς βαθμού ελέγχου στη διοί-
κηση ενός νομικού προσώπου, ο οποίος τεκμαίρεται ιδίως όταν το κράτος δι-
ορίζει τη διοίκηση του νομικού προσώπου και το χρηματοδοτεί κατά το με-
γαλύτερο μέρος.
Σύμφωνα με την Ειδική Επιτροπή του Π.Ο.Ε. το κριτήριο του ελέγχου πλη-
ρούται και όταν υπάρχει σχέση εντολής μεταξύ ενός Ν.Π.Ι.Δ. και του κρά-
τους, η οποία στοιχειοθετείται όταν η απόφαση για τη διακήρυξη ενός δημό-
σιου διαγωνισμού και την κατακύρωση της σύμβασης δεν λαμβάνεται από το
Ν.Π.Ι.Δ. αλλά από το κράτος ως εντολέα του, ώστε ελλοχεύει ο κίνδυνος οι
όροι της διακήρυξης και η κατακύρωση να μην υπαγορεύονται από αμιγώς
οικονομικά κριτήρια.
Ενώ η εντολή δεν είναι άγνωστη στην έννομη τάξη της Ε.Ε., δεν υπάρχει θε-
τικό δίκαιο αυτής που να κατοχυρώνει ρητά τη σχέση εντολής ως προσδιο-
ριστική της έννοιας της αναθέτουσας αρχής, ούτε σχετική νομολογία του Δι-
καστηρίου. Περαιτέρω, η έννομη σχέση της διοικητικής εντολής δεν γίνεται
δεκτή από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Η κλιμάκωση, όμως, αυτή της έννοι-
ας της αναθέτουσας αρχής δεν συνάδει με την κρίση του Δ.Ε.Κ. στην προα-
ναφερθείσα απόφαση Schlüter ότι η αρχή της θεσμικής αυτονομίας των κρα-
τών μελών «πρέπει να συμβιβάζεται με την ανάγκη μίας ομοιόμορφης εφαρ-
μογής του κοινοτικού δικαίου».