Previous Page  47 / 52 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 47 / 52 Next Page
Page Background

Μ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ

311

ΑΝΑΙΡΕΣΗ

ό.π., ΑΠ 1311/1984, ό.π.) να χορηγείται κατ’ ανάγκην με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλ-

λά μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητα της

υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγό-

ρο. Ωστόσο θα έπρεπε να γίνεται δεκτό ότι η απόδειξη της παροχής της εντολής ήδη κα-

τά το χρόνο υποβολής των πρόσθετων λόγων εξασφαλίζεται, ως υποστηρίζεται σύμφωνα

με την ορθότερη άποψη και επί ασκήσεως ενδίκου μέσου (: ΑΠ 758/1976 ΠοινΧρ 1977,

205, ΑΠ 1253/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 989, ΣυμβΑΠ 1576/2006 ΠοινΔικ 2007, 549, ΣυμβΕφΑθ

1273/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 1243/2011 ΠοινΧρ 2012, 424, ΑΠ 986/2014 ΠοινΔικ

2014, 827, βλ. αναφορικά με άσκηση ενδίκου μέσου και προσκόμιση πληρεξουσίου κα-

τά τη συζήτηση, ΑΠ 1253/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 989, ΣυμβΑΠ 1576/2006 ΠοινΔικ 2007, 549,

ΣυμβΕφΑθ 1273/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 1243/2011 ΠοινΧρ 2012, 424, ΑΠ 986/2014

ΠοινΔικ 2014, 827), όχι μόνο με την προσάρτηση του πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση,

αλλά και με την προσκομιδή του

κατά το χρόνο συζητήσεως του ένδικου μέσου

, οπότε θα

κριθεί από το Δικαστήριο

αν κατά το χρόνο που ασκήθηκε το ένδικο μέσο είχε χορηγη-

θεί εντολή προς τον αντιπρόσωπο

. Η απόρριψη των πρόσθετων λόγων ως απαράδεκτων

επί μη απόδειξης της πληρεξουσιότητας ταυτόχρονα με την υποβολή τους, μολονότι το πλη-

ρεξούσιο, το οποίο υπήρχε κατά την υποβολή των προσθέτων λόγων, προσκομίζεται κατά

τη συζήτηση, επιβάλλει στον καταδικασθέντα δυσανάλογη κύρωση, η οποία καταλύει τη δί-

καιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ αφενός της θεμιτής μέριμνας για την εξασφά-

λιση της βούλησης του εντολέως κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου από αντιπρόσωπο

και αφετέρου του δικαιώματος πρόσβασης στο ανώτερο δικαστήριο και άσκησης των δι-

καιωμάτων υπεράσπισης (βλ. ευρύτερα

Καρράς,

Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 881,

Καλ-

φέλης,

ΠοινΧρ 2001, 368, σύμφωνα με τους οποίους το πληρεξούσιο μπορεί όχι μόνον να

προσαχθεί, αλλά και να συνταχθεί ως τη συζήτηση). Τέλος, αυτονόητο είναι ότι αν η αναί-

ρεση ασκήθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου που είχε παραστεί κατά τη συζή-

τηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (: άρθρο 465 παρ. 12

εδ. α΄ ΚΠΔ), επιτρέπεται η κατάθεση του εγγράφου των πρόσθετων λόγων από το πρόσω-

πο αυτό χωρίς την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας (: ΑΠ 429/1969, ό.π., ΑΠ 438/1969,

ό.π., ΑΠ 388/1971, ό.π., ΑΠ 964/1981, ό.π., ΑΠ 57/1984, ό.π., ΑΠ 362/1994, ό.π.,

Κοντα-

ξής,

ό.π., σελ. 3122,

Μαργαρίτη,

ό.π., σελ. 329), χωρίς να απαιτείται, μετά την απόφαση του

ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, η αναγραφή της ιδιότητας του αντιπροσώ-

που ως παραστάντος κατά τη συζήτηση συνηγόρου (: βλ.

Ζαχαριάδη,

Η αναφορά της ιδιό-

τητας του παρασταθέντος συνηγόρου (465 παρ. 2 ΚΠΔ) στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου

μέσου, ΠοινΧρ 2010, 171 επ.,

Μαργαρίτη,

ό.π., σελ. 331 επ.,

Χατζηιωάννου,

ό.π., σελ. 2970,

ΑΠ 2048/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ,

contra

ΑΠ 417/2007, ΠοινΔικ 2007, 1081).

Έκτον

, η άσκηση των πρόσθετων λόγων δεν είναι χρονικά απεριόριστη, αλλά πρέπει να συ-

ντελεσθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, με σκοπό την αποφυγή παρελκύσεως της αναιρετι-

κής δίκης. Έτσι, ο νόμος (: άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ) ορίζει ότι οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να

προταθούν τουλάχιστον

δεκαπέντε

ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αιτή-

σεως αναιρέσεως ημερομηνία δικασίμου. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής συνεπάγεται