Previous Page  44 / 52 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 44 / 52 Next Page
Page Background

308

Μ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

προταθείσες πλημμέλειες πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλ-

μένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών και δεν υπάρχει άλλος

παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, απορρίπτονται και οι προταθέντες πρόσθετοι

λόγοι (: ΑΠ 1521/2010, ό.π.). Κατ’ εξαίρεση, γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση που οι πρό-

σθετοι λόγοι κατατεθούν εντός της προθεσμίας αναιρέσεως, λαμβάνουν τότε το χαρακτή-

ρα αυτοτελών λόγων και συνεπώς εξετάζονται ως προς τη βασιμότητά τους, ανεξαρτήτως

του αν στην έκθεση αναιρέσεως περιέχονται παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως (: ΑΠ 892/1974,

ό.π., ΑΠ 350/1977, ό.π.,

Κονταξής

, ό.π.,

Χατζηιωάννου,

σε Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινι-

κής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2012, σελ. 2957 επ.). Η τελευταία νομολογιακή θέση είναι ορ-

θή, με την προϋπόθεση, όμως ότι οι «πρόσθετοι λόγοι» στην ως άνω περίπτωση ασκούνται

όχι μόνον εντός της προθεσμίας αναιρέσεως αλλά και με την τήρηση των διατυπώσεων που

ισχύουν γι’ αυτήν (: βλ. άρθρα 474 ΚΠΔ και 473 παρ. 2 ΚΠΔ), προκειμένου να θεωρηθούν

ως αυτοτελές αναιρετήριο, οπότε, και εφόσον, πάντως, συνερευνηθούν - συνεκδικαστούν

με την προηγούμενη, απαραδέκτως ασκηθείσα, αναίρεση, δεν φαίνεται να δημιουργείται

κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τη ρύθμιση του άρθρου 514 εδ. γ΄ ΚΠΔ (: για το ότι η αρχή

της απαγορεύσεως ασκήσεως δεύτερης αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο

διάδικο δεν ισχύει όταν οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως συνεκδικάζονται, βλ. λ.χ. ΑΠ 293/1998

Υπερ 1998, 1076,

Κονταξή,

ό.π.,

Μαργαρίτη

, ό.π., σελ. 316 και υπ. 27). Τέλος, όταν με τους

πρόσθετους λόγους διευκρινίζονται απλώς οι λόγοι αναιρέσεως ή άλλοι υποβληθέντες πρό-

σθετοι λόγοι, δεν πρόκειται για νέους - διαφορετικούς λόγους (: ΑΠ 341/2000 ΠοινΧρ 2000,

897). Υποστηρίζεται, ωστόσο, και η άποψη ότι η ανάγκη ύπαρξης παραδεκτού λόγου αναί-

ρεσης θα πρέπει να διακριθεί σαφώς από το ζήτημα των χρονικών ορίων εντός των οποί-

ων πρέπει αυτός να προβληθεί και ότι από τη στιγμή που προβλέπονται οι πρόσθετοι λόγοι

αναιρέσεως, το αντικείμενο της αναιρετικής δίκης μπορεί να οριοθετηθεί επαρκώς και με

αυτούς, έτσι ώστε κατά τη στιγμή που ο Άρειος Πάγος επιλαμβάνεται της αιτήσεως αναιρέ-

σεως, αυτό να είναι αρκούντως καθορισμένο (βλ.

Τριανταφύλλου,

Το ορισμένο των λόγων

της αίτησης αναίρεσης ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, ΠοινΧρ Ν΄, 1023,

Μαργαρίτη,

ό.π., σελ. 312). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το ΕΔΔΑ

(: Απόφαση της 10.06.2010 Pecca κα-

τά Ελλάδος, προσφυγή αρ. 33067/2008, Σκέψη 33, ιστοσελίδα ΝΣΚ), το οποίο θεωρεί ότι

δύναται να συμπληρωθεί η αναίρεση με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ακόμη και

στις περιπτώσεις που είναι απαράδεκτοι οι λόγοι αυτής. Να ληφθεί υπόψη ότι η αρχική αί-

τηση αναιρέσεως ασκείται πλειστάκις χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, πράγμα που επιτρέ-

πεται κατά τον ΚΠΔ, εντός ενός προδιατυπωμένου εγγράφου ολίγων γραμμών, γεγονός το

οποίο δεν διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων αναιρετικών λόγων, ως αυτοί προσδιορί-

ζονται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Η ορθή αυτή άποψη της θεωρίας και του ΕΣΔΑ

εναρμονίζεται εξάλλου και με τη γενική θεωρία περί των ανίσχυρων διαδικαστικών πράξε-

ων. Το απαράδεκτο ως μορφή ανίσχυρου δεν σημαίνει ανυπόστατο, δηλαδή ανυπαρξία της

διαδικαστικής πράξης. Σημαίνει απλώς παρεμπόδιση εξετάσεως της βασιμότητάς της. Συνα-

κόλουθα, ο απαράδεκτος λόγος είναι υποστατός και έτσι ικανοποιείται καταρχάς η προϋπό-