Previous Page  34 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 34 / 40 Next Page
Page Background

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

500

προσέλευση του εν λόγω προσώπου στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει. Με

το Άρθρο 2 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1994 (Ν. 94(Ι)/1994),

η ίδια εξαίρεση επεκτάθηκε και στις ποινικές υποθέσεις.

Στην

Λιασίδης κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά.

,

678

το Εφετείο (τρεις Δικαστές) έκρινε ότι το άρ-

θρο 4(2) του Κεφ. 9 δεν επιβίωσε του Συντάγματος (Άρθρο 188), το δε άρθρο 2 του

Ν. 94(Ι)/1994 παραβίαζε το Σύνταγμα. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:

«Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,

ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκ-

κλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρ-

τυρος Κατηγορίας – (βλ. Unterpertinger case, Series A. Vol. 110, σελ. 1). Στην Kostovski

Case, Series A. Vol. 166, σελ. 1, που ακολούθησε, διασαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αντι-

παράθεσης προς τους μάρτυρες της άλλης πλευράς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της

έννοιας της δίκαιης δίκης. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις υποθέσεις Windisch Case, Series A. Vol.

186, σελ. 1 Case of Asch v. Austria,Series A, Vol. 203, σελ. 1 Case of Saidi v. France,

Series A, Vol. 261, σελ.43

Η συνάρτηση του δικαιώματος της δίκαιας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διάδικου να

αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του, είναι συνυφασμένη με την πε-

μπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των

εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπερι-

έχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική δια-

δικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατά-

ξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ.9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής

κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτόν και

τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους

προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης

να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την

τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις

του, ο Ν.94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το,

οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην

έννοια της δίκαιης δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του

Συντάγματος.

Η πιο πάνω προσέγγιση αποτελεί, στην περίπτωση των δύο άρθρων, εφαρμογή γενικό-

τερης αρχής σύμφωνα με την οποία όπου, εξ αντικειμένου, υπάρχει, νομολογιακά ή νο-

μοθετικά – βάσει του Κεφ. 9 ή άλλων νόμων, «στέρηση του δικαιώματος αντιπαράθεσης

προς το μάρτυρα ο οποίος εκθέτει τα γεγονότα», η μαρτυρία του είναι, άνευ ετέρου, μη

παραδεκτή, υπό την έννοια ότι αυτή δεν επιτρέπεται να μεταφερθεί στο δικαστήριο εξ

ακοής, μέσω, δηλαδή, άλλου μάρτυρα ο οποίος την παρουσιάζει ως γραπτή του κατάθε-

ση ή την παραθέτει ως την προφορική του δήλωση.

Η δικηγόρος του εφεσίβλητου μας κάλεσε να αποστούμε από τη Λιασίδης. Υποστήριξε

ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Η επιχειρη-

ματολογία της επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι το Άρθρο 30.3(γ) πρέπει να ερμηνεύε-

ται και εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ότι εκείνο το

678. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434.