Previous Page  35 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 35 / 40 Next Page
Page Background

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

501

οποίο προέχει είναι το αποτέλεσμα, αν δηλαδή ο διάδικος έτυχε δίκαιης δίκης, και όχι

αν, κατά τη δίκη, έγινε ή δεν έγινε παραδεκτή εξ ακοής μαρτυρία. Την αντίθετη θέση υπο-

στήριξε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Αφού υπεραμύνθηκε της ορθότητας της Λιασίδης,

μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε.

Έχοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα Άρθρα 30.2, 30.3(γ) και

12.5(δ) του Συντάγματος, αφενός, και τη νομολογία του ΕΔΑΔ, σύμφωνα με την οποία

το ζήτημα κατά πόσο, με την παρουσίαση γραπτών καταθέσεων ως μαρτυρίας, παραβι-

άστηκε ή δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6(3)(δ) της Σύμβασης, δεν εξετάζεται ούτε αποφα-

σίζεται in abstracto, αλλά εξετάζεται και αποφασίζεται in concreto, ανάλογα, δηλαδή,

με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, όπως εξηγήσαμε, και πάντοτε σε συνάρτηση με

το άρθρο 6(1) της Σύμβασης, αφετέρου, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, αντίθετα με την

Λιασίδης, ότι in abstracto στέρηση (δηλαδή από το νόμο) του δικαιώματος αντεξέτασης

των μαρτύρων του διαδίκου ή του κατηγόρου από τον αντίδικο ή τον κατηγορούμενο

στην βάση των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος λαμβανομένων αυτοτε-

λώς, μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο

κατήγορος καλεί στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν. Τέτοια in abstracto στέ-

ρηση δεν μπορεί να υπάρξει στην περίπτωση των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κα-

τήγορος επιλέγει να μην καλέσει στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν (γιατί π.χ.

απουσιάζουν ή απέθαναν). Στην περίπτωση, επομένως, που ο διάδικος ή ο κατήγορος,

ελεύθερα ή εξ ανάγκης, αντί να καλέσει το συντάκτη της γραπτής κατάθεσης στο εδώλιο

για να την καταθέσει ως μαρτυρία, όπως κατ’ εξαίρεση του κανόνα εναντίον της αποδο-

χής εξ ακοής μαρτυρίας επιτρέπουν τα άρθρα 4 του Κεφ. 9 και 2 του Νόμου 94(Ι)/1994, ο

αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματος αντεξέτασης του συντάκτη

της γραπτής κατάθεσης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα Άρθρα 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του

Συντάγματος, λαμβανόμενα αυτοτελώς, εφόσον ο τελευταίος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης,

δεν κλήθηκε, από τον διάδικο ή τον κατήγορο, στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρή-

σει. Λόγος για στέρηση δικαιώματος αντεξέτασης από τον αντίδικο ή τον κατηγορούμενο

των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κατήγορος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, δεν καλεί

στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν, αλλά παρουσιάζει απλώς τη γραπτή τους

κατάθεση, είναι δυνατόν να γίνει μόνο in concreto (ανεξάρτητα από το νόμο), σε συγκε-

κριμένη, δηλαδή, υπόθεση, και πάντοτε στην βάση των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ)

του Συντάγματος λαμβανομένων, όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνάρτηση με το Άρθρο 30.2

του Συντάγματος, εάν, βάσει των περιστατικών της, μπορεί να λεχθεί ότι, ως εκ της μη

αντεξέτασης των εν λόγω προσώπων, στη γραπτή κατάθεση των οποίων στηρίχθηκε το

δικαστήριο, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν έτυχε, τελικά, δίκαιης δίκης. Εάν, βά-

σει των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, κάτι τέτοιο δεν μπορεί τελικά, να λε-

χθεί, η μη αντεξέταση των εν λόγω προσώπων, όπως και η στήριξη του δικαστηρίου στη

γραπτή τους κατάθεση, έστω και αν αυτά ταξινομηθούν ως «μάρτυρες στη δίκη» (βλ.

Kostovski, Delta) δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι στέρησε τα δικαιώματα αντεξέτα-

σης του αντίδικου ή του κατηγορουμένου, βάσει των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του

Συντάγματος, λαμβανομένων αυτοτελώς.

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Συντάγματος,

επομένως, το Τεκμήριο 22 μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία στη δίκη, εφόσον

συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.»