Previous Page  20 / 28 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 20 / 28 Next Page
Page Background

48 ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Έτσι, ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ι εισήγαγε (άρθρ. 60 § 1), και ο Κανονισμός Βρυξέλλες

Ια διατήρησε (άρθρ. 63 § 1), ουσιαστικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίον ως κατοικία

του νομικού προσώπου νοείται είτε η καταστατική έδρα είτε η κεντρική διοίκηση εί-

τε η κύρια εγκατάστασή του, και ο ενάγων έχει την ευχέρεια να προσφύγει κατ’ άρθρ.

2 ΚΒΙ / 4 ΚΒΙα ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους οποιασδήποτε από τις

«έδρες» αυτές (έτσι, έχουν δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια της έδρας άκυρης,

λόγω μη τήρησης των κατά το ελληνικό δίκαιο τηρητέων διατυπώσεων ίδρυσης, αλ-

λοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας, θεωρούμενης ως de facto ομόρρυθμης, ΜΕφΠειρ

83/2016,

ΝΌΜΟΣ

). Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει πάντως στο πεδίο της αποκλειστικής δι-

καιοδοσίας του άρθρ. 22(2) ΚΒΙ / 24(2) ΚΒΙα, όπου συνεχίζει να κρατεί η λύση που

γινόταν δεκτή υπό το άρθρ. 16(2) ΣΒ (§ 100 κατωτ.).

Προτεραιότητα δεν δόθηκε σε καμία από τις θεωρίες που υποστηρίζονται (και υιο-

θετούνται στα διάφορα κράτη μέλη) ως προς την έννοια της έδρας του νομικού προ-

σώπου και ιδίως των εταιριών, σύμφωνα άλλωστε και με τη νομολογία του Δικαστη-

ρίου, που δικαιολογημένα έχει επιδείξει την ίδια απροθυμία επιλογής, στο πεδίο της

κοινοτικής ελευθερίας της εγκατάστασης.

2. Συντρέχουσα δικαιοδοσία επί διαφορών εξ εκμεταλλεύσεως

παραρτήματος

(άρθρ. 5(5) ΣΒ/ΚΒΙ / 7(5) ΚΒΙα)

Ο κανόνας.-

Με τη δικαιοδοτική βάση του παραρτήματος, διάταξη η οποία κατά πά-

για νομολογία του Δικαστηρίου ερμηνεύεται αυτόνομα στο σύνολό της, δίνεται η δυ-

νατότητα να εναχθεί, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει υποκατάστημα,

πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση, για διαφορές που σχετίζονται με την εκμετάλλευσή

της, ο εναγόμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει την κατοικία σε άλλο κράτος

μέλος (όχι σε τρίτο κράτος, ΠΠρΘεσσ 6590/2004,

Αρμ.

2004, 913, σημ. Π.Σ.Α.).

Η έννοια του παραρτήματος.-

Οι έννοιες της εγκατάστασης, υποκαταστήματος και

πρακτορείου είναι ισοδύναμες (

De Bloos

(1976)), και για λόγους συντομίας θα ανα-

φερόμαστε σε αυτές ως «παράρτημα». Το παράρτημα έχει τρία χαρακτηριστικά: το

πρώτο, το οποίο δεν έχει προκαλέσει αμφισβητήσεις, είναι η διάρκεια, επομένως η

ευκαιριακή παρουσία του εναγομένου σε ένα άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να συ-

νιστά παράρτημα. Ύστερα, το παράρτημα πρέπει να βρίσκεται σε μία σχέση εξάρτη-

σης έναντι του οίκου του εναγομένου που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος (

Campenon

(1995)), πρέπει δηλαδή να υπάγεται στις οδηγίες και στον έλεγχο του οίκου αυτού,

πράγμα που κατά κανόνα δεν ισχύει για τον αποκλειστικό διανομέα (

De Bloos

(1976))

ή τον εμπορικό αντιπρόσωπο εφόσον δρα ανεξάρτητα έναντι του αντιπροσωπευομέ-

νου (

Blanckaert

(1981)) (άρα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί κατά του τελευταίου η δι-

καιοδοτική βάση του παραρτήματος). Από την άλλη όμως, τέλος, πρέπει το παράρ-

τημα να έχει κάποιον βαθμό αυτονομίας στον χειρισμό των επιχειρηματικών υπο-

θέσεων «αρμοδιότητάς του», είτε εντοπίζονται στο κράτος μέλος της τοποθεσίας του

26

27