Previous Page  34 / 52 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 34 / 52 Next Page
Page Background

[13]

ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ

434

Γ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ / Γ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ / Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που εκδίδονται

σε πρώτο βαθμό.

Στη διάκριση των αποφάσεων σε οριστικές και μη οριστικές προβαίνει ο ίδιος ο Κώ-

δικας Διοικητικής Δικονομίας στο άρθρο 187

34

, το οποίο ορίζει ότι

«1. Η απόφαση

με την οποία επιλύεται από το δικαστήριο η διαφορά (οριστική απόφαση) δεν ανα-

καλείται. 2. Κάθε άλλη απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται, είτε για τη συμπλή-

ρωση του αποδεικτικού υλικού είτε για την εν γένει πρόοδο της δίκης (μη οριστική

απόφαση), μπορεί να ανακληθεί εν όλω ή εν μέρει»

.

Ως οριστικές νοούνται οι αποφάσεις, με τις οποίες περατώνεται η δίκη σε πρώτο βαθ-

μό ως προς όλα τα κεφάλαια ή βάσεις της αγωγής και αποξενώνεται το δικαστήριο

από κάθε περαιτέρω εξουσία επί του συνόλου της υπόθεσης

35

. Δεν είναι, επομένως,

επιτρεπτή η άσκηση έφεσης κατά των εν μέρει οριστικών αποφάσεων, δηλαδή εκεί-

νων με τις οποίες δεν γίνεται οριστική διάγνωση της διαφοράς, αλλά εξακολουθεί η

δίκη να είναι εκκρεμής ως προς ορισμένα κεφάλαια ή βάσεις της αγωγής, ακόμα και

αν οι αποφάσεις αυτές περιέχουν οριστικές διατάξεις

36

. Ως προς τις τελευταίες αυτές

οριστικές διατάξεις, έχει κριθεί, ότι επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μετά την οριστική

εκδίκαση και του υπόλοιπου μέρους της διαφοράς και η συμπροσβολή τους μαζί με

την τελικώς εκδιδόμενη επί της υπόθεσης πρωτόδικη απόφαση. Με τον τρόπο αυτό

επιτυγχάνεται η αποφυγή κατάτμησης των δικών και η απρόσκοπτη και συνάμα τα-

χεία κατά το δυνατό περάτωσή της

[ΔΕφΑθ 2008/2005]

. Η έφεση που ασκείται κατά μη

οριστικών αποφάσεων απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο λόγος αυτός μπορεί να προ-

βληθεί και με υπόμνημα, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως

[ΔΕφΑθ 1578/2007]

.

Με τις μη οριστικές αποφάσεις μπορεί να αναβάλλεται η πρόοδος εκκρεμούς δίκης

ή να διατάσσονται ορισμένες ενέργειες προπαρασκευαστικές της οριστικής κρίσης

37

.

Από τις διατάξεις του άρθρου 187, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 92

παρ. 1 και 83 παρ. 1 του ΚΔΔ, που προαναφέρθηκαν, συνάγεται ότι δεν υπόκεινται

σε έφεση οι μη οριστικές αποφάσεις, εκείνες δηλαδή οι αποφάσεις οι οποίες εκδίδο-

νται είτε για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού είτε για την εν γένει πρόοδο

34. Πρβλ. άρθρα 309 του ΚΠολΔ και 113 του ΚΦΔ.

35. Μόνον οι οριστικές αποφάσεις μπορούν να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου, εφόσον κατα-

στούν τελεσίδικες. Η τελεσιδικία, γνωστή και ως τυπικό δεδικασμένο, είναι το απρόσβλητο

της δικαστικής απόφασης εντός των πλαισίων της αυτής δίκης διά των τακτικών ενδίκων μέ-

σων, δηλαδή με έφεση και, όπου επιτρέπεται, με ανακοπή ερημοδικίας, βλ.

Ευ. Κουτούπα -

Ρεγκάκου,

Το δεδικασμένο των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, 2002, σελ. 88-89.

36. Μία απόφαση μπορεί να είναι ταυτόχρονα οριστική και μη οριστική υπό την έννοια ότι πε-

ριλαμβάνει οριστικές και μη οριστικές διατάξεις, για παράδειγμα, αναγνωρίζει το δικαίωμα

ασφαλισμένου σε επίδομα αλλά αναβάλλει να αποφανθεί για το ακριβές ποσό του επιδόμα-

τος τάσσοντας αποδείξεις.

37. Βλ.

Ν. Σοϊλεντάκης,

Η απόδειξη και η απόφαση στη Διοικητική Δικονομία, 2008, σελ. 182 επ.

29

30