Previous Page  35 / 52 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 35 / 52 Next Page
Page Background

ΕΦΕΣΗ

[13]

Γ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ / Γ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ / Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

435

της δίκης και οι οποίες μπορούν να ανακληθούν εν όλω ή εν μέρει

[ΣτΕ 538/2007]

. Οι

αποφάσεις αυτές προσβάλλονται απαραδέκτως

[ΔΕφΑθ 974/2009]

.

Χαρακτήρα οριστικής διάταξης έχει οποιαδήποτε περιεχόμενη στην απόφαση κρί-

ση, με την οποία υπάγονται πραγματικά περιστατικά υπό τον εφαρμοστέο κανόνα

δικαίου, έστω και αν στο διατακτικό της απόφασης δεν έχει περιληφθεί διάταξη σχε-

τική με την κρίση αυτή

[ΣτΕ 538/2007]

38

. Αντίθετη μειοψηφία στην ίδια ως άνω από-

φαση δέχθηκε ότι είναι μη οριστική η κρίση που δεν περιλαμβάνεται στο διατακτικό

της απόφασης. Εξάλλου, η απόρριψη στο σκεπτικό της μη οριστικής απόφασης του

δικαστηρίου της ουσίας του λόγου προσφυγής περί αναρμοδιότητας της φορολογι-

κής αρχής να εκδώσει την ένδικη πράξη, ενέχουσα υπαγωγή συγκεκριμένων πραγ-

ματικών περιστατικών υπό τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, είχε χαρακτήρα οριστι-

κής διάταξης μη δυνάμενης να ανακληθεί κατά το άρθρο 187 του ΚΔΔ, έστω και αν

στο διατακτικό της απόφασης δεν περιελήφθη σχετική διάταξη

[πρβλ. ΣτΕ 3983/2001]

.

Με άλλη απόφαση κρίθηκε ότι ως οριστικές νοούνται οι αποφάσεις εκείνες με τις

οποίες το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται τελικώς για την όλη υπόθεση και

απεκδύεται κάθε εξουσία γι’ αυτήν, όχι όμως και εκείνες οι οποίες είναι εν μέρει ορι-

στικές και εν μέρει προδικαστικές. Μη οριστικές και συνεπώς προσβλητές με έφεση,

όχι αυτοτελώς αλλά μόνο μαζί με την απόφαση που εκδίδεται τελικώς για την υπό-

θεση, είναι και οι αποφάσεις εκείνες με τις οποίες το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκδι-

κάζοντας προσφυγή η οποία στρέφεται κατά πράξεων συναφών υπό την έννοια του

άρθρου 122 παρ. 2 του ΚΔΔ, αποφαίνεται μεν οριστικώς ως προς μία από τις πράξεις

που προσβλήθηκαν, διατάσσει δε κατά τα λοιπά, με έκδοση προδικαστικής αποφά-

σεως, τη συμπλήρωση των αποδείξεων

[ΔΕφΑθ 1578/2007, ΣτΕ 1060/2005, 3138/1989]

.

Β. Χρηματική προϋπόθεση του εκκλητού

1. Γενικά

Με τις παρ. 2 έως 4 του άρθρου 92 του ΚΔΔ συντελείται η σύνδεση της παραδεκτής

άσκησης της έφεσης με το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς. Με την παρ. 2 τίθε-

ται το ελάχιστο δυνατό χρηματικό «περιεχόμενο» της έφεσης. Χωρίς τη συνδρομή

του ελάχιστου αυτού «περιεχομένου» είναι αδύνατη η προσφυγή του ενδιαφερομέ-

νου στον δεύτερο βαθμό διοικητικής δικαιοδοσίας. Η προϋπόθεση του ανεκκλήτου

εφαρμόζεται και ως προς την έφεση που ασκείται κατά δικαστικής αποφάσεως με

την οποία απορρίφθηκε ανακοπή ερημοδικίας ασκηθείσα στο πλαίσιο δίκης με χρη-

ματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του ως άνω κατώτατου ορίου, εφόσον και στην

περίπτωση αυτή υπάρχει τελεσίδικη κρίση δικαστηρίου της ουσίας επί των αιτιάσε-

ων που αποτελούν αντικείμενο του ενδίκου μέσου της ανακοπής, δηλαδή σε σχέ-

38. Σχετική με την ΣτΕ 538/2007 είναι και η ΔΠρΠειρ 637/2006, η οποία δέχεται ότι είναι οριστική

η απόφαση, η οποία υπάγει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανό-

να δικαίου και αποφαίνεται τελικά για το αίτημα του διαδίκου, αποδεχόμενη ή απορρίπτου-

σα αυτό με το διατακτικό της

.

31

32

33