Εισαγωγικό κεφάλαιο
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
8
προηγμένη νομολογία, μέσω των δικαϊκών του μηχανισμών, που σήμερα στηρίζεται
αποκλειστικά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρα-
σβούργου.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, αν και η όλη δραστηριότητα του αποβλέπει στην οι-
κονομική και κοινωνική πρόοδο (άρθρ. 1 στοιχ. α΄ της συνθήκης του Λονδίνου της
5.5.1949), παρέμεινε μακράν από δράσεις αποβλέπουσες σ’ αυτούς τους τομείς. Αντί-
θετα, ένα άλλο σύμφωνο, το σύμφωνο του Λονδίνου στις 9.5.1944, που είχε υπογρα-
φεί από τις εξόριστες κυβερνήσεις των χωρών Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο,
διαρκούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που κυρώθηκε στη Χάγη το 1947 και τέ-
θηκε σε ισχύ το 1948, και ίσχυσε εν μέρει το 1960, οπότε αντικαταστάθηκε από τη
σύμβαση της Χάγης το 1958, που ίδρυσε την οικονομική ένωση Benelux, φαίνεται ότι
ήταν η πραγματική πηγή έμπνευσης των μετέπειτα εξελίξεων της κοινοτικής Ευρώπης.
Πράγματι, μια οικονομική ένωση με σκοπό τον συντονισμό των οικονομικών δη-
μοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών (άρθρ. 1 συνθ. 1.11.1960) και ελεύθερη δι-
ακίνηση των υπηκόων των τριών χωρών (άρθρ. 2), της ίσης μεταχείρισης αλλοδα-
πών και ημεδαπών στο κράτος της υποδοχής, την ελεύθερη κυκλοφορία, διαμονή και
εγκατάστασή τους, την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, με κοινά όργανα, το
Συμβούλιο Υπουργών, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση, το Συμβούλιο της Ένωσης,
τη Γενική Γραμματεία, τις κοινές υπηρεσίες, το Διαιτητικό Δικαστήριο και το Οικονομι-
κό και Κοινωνικό Συμβούλιο με μέσα τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών,
την υιοθέτηση συμβάσεων, την έκδοση οδηγιών (directives), έμελλε να καταστεί μια
καλή βάση και αφετηρία για τις κατοπινές εξελίξεις.
2. Η προσπάθεια υπερεθνικής ενσωμάτωσης: η κοινοτική Ευρώπη
Όλες οι προηγηθείσες προσπάθειες, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον
πολιτικό, τον αμυντικό και οικονομικό τομέα, με την εξαίρεση ίσως του Συμφώνου
Benelux, κινήθηκαν στα γνωστά θεσμικά πλαίσια ίδρυσης και λειτουργίας των παρα-
δοσιακών μορφών συλλογικής δράσης της διεθνούς συνεργασίας και δεν υπερέβη-
σαν τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της τελευταίας.
Υπό αυτή την έννοια, δεν αποτελούν δείγματα διεθνούς συνεργασίας υπερεθνικού
χαρακτήρα, αφού οι συμμετέχουσες χώρες διατηρούσαν τον πλήρη και άμεσο έλεγχο
της εθνικής κυριαρχίας στους τομείς που ετίθεντο στο ρυθμιστικό πεδίο της διεθνούς
σύμβασης, που ίδρυε ένα διεθνή οργανισμό, ενώ τα έννομα αποτελέσματα της τελευ-
ταίας ενσωματώνονταν στο πεδίο ισχύος του εσωτερικού δικαίου των κρατών μερών
της σύμβασης με την παραδοσιακή μέθοδο ενσωμάτωσης των διεθνών κανόνων στην
εσωτερική έννομη τάξη.
Στις 9.5.1950, όμως, ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Robert Schuman, πρότεινε
την αποδοχή ενός σχεδίου του Jean Monnet, δηλαδή την τοποθέτηση ενός ολόκλη-
ρου τομέα της οικονομίας, αυτού του άνθρακα και του χάλυβα, υπό τον άμεσο έλεγ-
χο και τη ρυθμιστική εξουσία μιας υπερεθνικής καλούμενης «Κοινότητας», ενός νέου
όρου, που πρότεινε ο γερμανός μόνιμος αντιπρόσωπος Carl Friedrich Ophüls, μέσα
σε μία ενοποιητική διαδικασία που ξεκινά με μια βήμα προς βήμα προσέγγιση (αρχι-
κά πάγωμα των μέτρων εθνικού προστατευτισμού, εν συνεχεία σταδιακή κατάργηση