ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
72
των οργάνων είναι επίσης ανυπόστατες και, κατά συνέπεια, στερούμενες νο-
μικής αυθυπαρξίας, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ανυπόστατες είναι,
επίσης, και οι πράξεις που εκδίδονται κατ’ απόλυτη ή σχετική αναρμοδιότη-
τα καθ’ ύλη, δηλ. καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή καθηκόντων από δικαστικό όρ-
γανο ή διοικητικό όργανο άλλου κλάδου. Ακόμη, ανυπόστατη είναι και η πρά-
ξη της οποίας η διαδικασία έκδοσης δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι ανυπόστατες
πράξεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο μόνον όταν, παρά τον ελαττωματικό
τους χαρακτήρα, εφαρμόσθηκαν από τη διοίκηση. Από τις ανυπόστατες πρά-
ξεις πρέπει να διακρίνονται οι πράξεις των de facto οργάνων που είναι καθό-
λα έγκυρες και νόμιμες.
67. Η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου ως
προϋπόθεση εγκυρότητας των διοικητικών πράξεων
Η αρμοδιότητα, η εξουσία δηλ. του διοικητικού οργάνου να εκδίδει διοικητι-
κές πράξεις, εξετάστηκε ήδη παραπάνω
13
. Οι διοικητικές πράξεις που εκδίδο-
νται, κατά παράβαση των κανόνων της αρμοδιότητας είναι άκυρες.
68. Η τήρηση του τύπου ως προϋπόθεση εγκυρότητας
των διοικητικών πράξεων
Τύπος της διοικητικής πράξης είναι η εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία
έκδοσης μιας διοικητικής πράξης και η μορφή την οποία αυτή πρέπει να έχει.
Η νομιμότητα του τύπου της διοικητικής πράξης κρίνεται με βάση τη νομο-
θεσία, η οποία ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής της. Στον τύπο των διοικη-
τικών πράξεων αναφέρεται και ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (αρ. 16).
Ο τύπος της διοικητικής πράξης διακρίνεται στον εσωτερικό (όταν εμπεριέχ-
εται στη διοικητική πράξη, π.χ. η αιτιολογία της) και στον εξωτερικό (όταν εί-
ναι αυτοτελής, π.χ. η γνωμοδότηση), στον προηγούμενο (π.χ. γνωμοδότηση)
και στον επόμενο (π.χ. η δημοσίευση ) της έκδοσης της πράξης, στον ουσιώ-
δη (όταν επηρεάζει το περιεχόμενο, δηλ. τη νομιμότητα, της πράξης ) και στον
επουσιώδη (όταν δεν επηρεάζει το περιεχόμενο της πράξης). Ο ουσιώδης ή
μη χαρακτήρας του τύπου της διοικητικής πράξης κρίνεται, κατά περίπτωση,
από το δικαστήριο. Σε περίπτωση αμφιβολίας ο τύπος τεκμαίρεται ουσιώδης.
13. Βλ. πιο πάνω αρ. 35-37.